Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Hanna (2011)


Τα παλιά παραμύθια διασώθηκαν όπως περίπου και τα δημοτικά τραγούδια. Από στόμα σε στόμα αρχικά, μέχρι που κάποιος αποφάσιζε να τα καταγράψει. Στην περίπτωση των παραμυθιών αυτό συνέβη τον 18ο αιώνα, από τους Ρομαντικούς - και οι αδελφοί Γκριμ, ο Ιακώβ και ο Βίλχελμ, είναι οι πιο αναγνωρίσιμοι από δαύτους. Τα πιο γνωστά ευρωπαϊκά παραμύθια «έφτασαν» μέχρι τον 21ο αιώνα χάρη σ’ αυτούς. Και, σχεδόν όλα, ήταν παραμύθια που καταπιανόντουσαν με εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, μεγεθυμένες και ελαφρώς παραμορφωμένες σαφώς, που όμως «έπιαναν» σημαντικές πτυχές της – δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα οι ιστορίες αυτές θεωρούνται ιδανικές για τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης ενός παιδιού. Όχι όμως και η ιστορία της Χάνα, του μικρού κοριτσιού που η ανατροφή και η εκπαίδευσή της είχαν ένα και μόνο σκοπό: να γίνει η καλύτερη δολοφόνος.

Ο Τζο Ράιτ «δουλεύει» ένα πολύ ετερόκλητο χαρμάνι εδώ: από τη μια, το παραμύθι, από την άλλη το κατασκοπευτικό θρίλερ σε μια κοινωνία αστική, όπου όλοι οι χαρακτήρες φλερτάρουν με την καρικατούρα αλλά ουδέποτε εκπίπτουν σ’ αυτή. Γι αυτό ίσως και να φάνηκε αδούλευτη η ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ εδώ: μα, είναι σε απόλυτη συνάρτηση με όλο το υπόλοιπο καστ! Τι να πάρεις 100% στα σοβαρά; Τους cartoon νεοναζί βοηθούς του Γερμανού διώκτη; Την ελευθέρων ηθών οικογένεια που δεν δείχνει να αναρωτιέται για το πώς είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να κάνει διακοπές μόνο του στο Μαρόκο; Ή την αρχικατάσκοπο που τυραννιέται με τη μητρότητα που στερήθηκε και λιανίζει τα ούλα της με την μηχανική της οδοντόβουρτσα; Ομοίως, σεναριακά, υπάρχει μια ασαφής περιγραφή του τόπου ή του χρόνου, και το ρεαλιστικό ενίοτε μπερδεύεται με το υπερφυσικό, όπως σε κάθε παραμύθι.

Ο Ράιτ βέβαια έχει στήσει μια συνθήκη για να οδηγήσει εκεί την σκηνοθετική του γραφή: η Χάνα έχει δεχτεί επέμβαση στο dna της: διαθέτει δυνάμεις πολύ πιο «ανεβασμένες» σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας της, και επίσης δεν ξέρει τι πάει να πει φόβος – ένα πείραμα που πήγε στραβά και τώρα η Αμερικανική Κατασκοπία την αναζητά για να την αποτελειώσει. Σε αυτό το road movie / coming-of-age θρίλερ όμως, τα ετερογενή υλικά επιφέρουν πολλές φορές τα αντίθετα αποτελέσματα, ειδικά προς το τέλος, όταν οι συμβολισμοί του Ράιτ γίνονται τόσο εκκωφαντικοί που σε εμποδίζουν από το να πάρεις την όλη ιστορία στα σοβαρά (η σκηνή στην παιδική χαρά με τη μικρή Χάνα μπαίνει στο… στόμα ενός υπερμεγέθους λύκου για να αντιμετωπίσει τη Μπλάνσετ!). Εδώ, εγώ βλέπω μια χαμένη ευκαιρία. Το πρώτο μισό του φιλμ, ειδικά οι σκηνές της εκπαίδευσης της μικρής, έχουν μια παράξενη τρυφερότητα. Τρυφερότητα πλούσια σε δραματουργικούς χυμούς που όμως δεν απολαμβάνουμε ποτέ, γιατί παίρνει το πάνω χέρι το κυνηγητό και η ειρωνεία. Όχι πως έχουνε πρόβλημα με τα action scenes, ειδικά έτσι χρονομετρημένα που είναι πάνω στο φοβερό soundtrack των Chemical Brothers. Αλλά, τελειώνει η ταινία και κάτι μας λείπει. Έπεσαν πολλά μέσα στο μείγμα. Και η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον σαρκασμό και το συναίσθημα, πάει περίπατο στο τελευταίο ημίωρο.

 Ο χαρακτήρας της Χάνα πάλι (ερμηνευμένος χαρισματικά από την εύθραυστη Σαουάρς Ρόναν), ποτέ δεν ξεστρατίζει από την βασική της αποστολή. Στην πορεία της, θα γυρίσει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, θα ταυτίσει την ερωτική επιθυμία με την επιθετικότητα, θα κάνει μια αληθινή φίλη (και θα ανακαλύψει πως οι υποσχέσεις μεταξύ των «κανονικών» ανθρώπων δεν τηρούνται ποτέ), θα σκοτώσει ένα τσούρμο κατασκόπους και, όταν το πατρικό πρότυπο καταρριφθεί, θα βάλει τελεία, ταυτόχρονα και με την ταινία. Απ’ όπου απουσιάζει εντελώς το επιμύθιο των κλασσικών παραμυθιών.

Όσο ζει καλά η Χάνα, άλλωστε, λίγοι μπορούν να νιώθουν καλύτερα.

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

L’ important c’ est d’ aimer (1975)


«Κάθε φορά που ένας ηθοποιός ετοιμάζεται να ανέβει στη σκηνή πρέπει να ονοματίσει ξανά όλα τα ζώα, να δώσει στο κόσμο νόημα, γιατί ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ στο κοσμικό πλάνο και αυτό είναι όλο το Δράμα!» έλεγε ο Λουί Ντε Φινές, και μονάχα δυο σκηνοθέτες, στην ιστορία του κινηματογράφου, αγάπησαν τόσο τους ηθοποιούς τους όσο και αυτό καθ’ αυτό το λειτούργημα τους: Ο Τζον Κασσαβέτης και ο Αντρέι Ζουλάφσκι. Στον πρώτο, η κάμερα κοντοστέκεται ακίνητη, απέναντι από τους ήρωες, έτοιμη να καταγράψει το πρώτο «ράγισμα» τους. Στον δεύτερο, η αφηνιασμένη της κίνηση μοιάζει να το προκαλεί: Η εικόνα που καταγράφει είναι οδυνηρά ισχυρότερη από την «πραγματικότητα» που υπηρετεί, και ακριβώς επειδή οι σπουδαίοι ηθοποιοί είναι οι ειλικρινέστεροι των υποκριτών, βυθιζόμαστε κι εμείς, σχεδόν αμέσως, σ’ αυτό το σύμπαν που τελικά μοιάζει στημένο κατ’ εικόνα και καθ 'ομοίωσιν της δικής μας ζωής – με την προϋπόθεση πως είμαστε ικανοί να αφαιρέσουμε απ’ αυτήν τα βαρετά της μέρη και να ανεβάσουμε την εσωτερική ένταση του εναπομείναντα βίου μας στο +11. 

Αλλά βλέπετε, παρεκτράπηκα. Στο κάνει αυτό ο Ζουλάφσκι. Και είναι στ’ αλήθεια δύσκολο να συγκρατηθείς απέναντι σε ένα τέτοιο φιλμ. Ας το πάρουμε πιο ψύχραιμα λοιπόν: Στο πρώτο του Γαλλόφωνο φιλμ, ο πολωνός κινηματογραφιστής ξεκινά από το μυθιστόρημα του Κρίστοφερ Φρανκ «Αμερικάνικη νύχτα» (καμιά σχέση με την ομώνυμη ταινία του Τριφό) όπου ένας φωτογράφος συναντά μια ξεπεσμένη ηθοποιό δευτεροκλασάτων ερωτικών ταινιών, και την ερωτεύεται, υπό το βλέμμα του καταθλιπτικού, σινεφίλ συζύγου της. Αποφασίζει να της δώσει μια ευκαιρία να αναδείξει το γνήσιο της ταλέντο, χρηματοδοτώντας μια θεατρική παραγωγή του «Ριχάρδου ΙΙΙ», δανειζόμενος χρήματα από τους μαφιόζους εργοδότες του. Και η ταινία του Ζουλάφσκι αποτελεί μια σπαρακτική διατριβή όλων εκείνων των προαναφερθέντων ραγισμάτων που συμβαίνουν τη στιγμή της αναπαράστασης, εκεί που το βλέμμα του ηθοποιού, στην κορύφωση της απογύμνωσης του (η περίφημη «υστερία» που αναφέρουν μερικοί) συναντά το δικό μας εξαντλημένο – και γι’ αυτό, πέρα ως πέρα αληθινό – δικό μας. Με άλλα λόγια, ο Μέγας Ζουλάφσκι πήρε αγκαλιά τη Ρόμι Σνάιντερ και τον Φάμπιο Τέστι, και βούτηξε μαζί τους μέχρι τη Κόλαση μόνο και μόνο για να μας αποδείξει πως σημασία έχει να αγαπάς.

Αρκεί να είσαι διατεθειμένος να κάνεις τη διαδρομή. Μέχρι το Τέλος.

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Cannon: Η παρεξηγημένη αυτοκρατορία


Τα ονόματα που μεσουρανούσαν στις κινηματογραφικές οθόνες της δεκαετίας του ’80 ήταν πολύ συγκεκριμένα. Ανάμεσα τους, ο Τσακ Νόρις, ο Τσαρλς Μπρόνσον, ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, ο Σιλβέστερ Σταλόνε και ο Κρίστοφερ Ριφ. Όλοι τους, δούλεψαν για τον Μεναχέμ Γκόλαν που διεύθυνε, μαζί με τον ξάδελφο του, Γιόραμ Γκλόμπους, την Cannon, αναμφίβολα την πιο εμβληματική κινηματογραφική «φίρμα» εκείνης της δεκαετίας. Εκεί έκανε επίσης και το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο η Σάρον Στόουν («Οι θησαυροί του Σολόμωντα», το 1985, πλάι στον Ρίτσαρντ Τσάμπερλέιν – μεγάλο εμπορικό σουξέ στη χώρα μας).


 Ο Γκόλαν υπήρξε καθοριστικός στην φιλμική τους καθιέρωση, όχι μόνο ως παραγωγός αλλά και ως σκηνοθέτης. Τρανταχτό παράδειγμα, η «Δύναμη Δέλτα» το 1986, με πρωταγωνιστές τους Τσακ Νόρις, Λι Μάρβιν και Χάνα Σιγκούλα, αλλά και το «Όλα για όλα», με τον Σιλβέστερ Σταλόνε το 1987 (την προηγούμενη χρονιά είχε χρηματοδοτήσει το «Κόμπρα», από τις πιο γνωστές ταινίες του μυώδους αστέρα). Στην ίδια δεκαετία, ήταν ο άνθρωπος πίσω από κάθε περιπέτεια του Τσαρλς Μπρόνσον, ενώ χρηματοδότησε και τα τελευταία δυο σίκουελ εκείνου του πρώτου θεαματικού «Σούπερμαν». Και πόσα άλλα ακόμη φιλμ με ήρωες δαιμόνιους «Νίντζα» και θεαματικούς «Βαρβάρους».

Αυτό όμως που σπανίως αναγνωρίζεται στον Γκόλαν ήταν πως υπήρξε ο τελευταίος παραγωγός της «παλιάς σχολής» σε μια εποχή όπου τα μεγάλα στούντιο είχαν ήδη περάσει στην «αγκαλιά» των πολυεθνικών, μια εποχή όπου πλέον τις αποφάσεις τις έπαιρναν επιτροπές, και όχι μονάδες.

Η Άνοδος και η Πτώση

Γεννημένος στην Τιβεριάδα το 1929, ο Γκολάν ξεκίνησε ως… στρατιώτης για να καταλήξει στο θέατρο, και να μεταπηδήσει στη συνέχεια στον κινηματογράφο. Το 1964, η παραγωγή του, ονόματι  «Sallah Shabati», ήταν η πρώτη ισραηλινή ταινία που βρέθηκε υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης (κερδίζοντας την αντίστοιχη Χρυσή Σφαίρα). Στο Ισραήλ χάρισε και την μεγαλύτερη του εμπορική επιτυχία: την πασίγνωστη νεανική – και ελαφρώς πιπεράτη – κωμωδία «Γρανίτα από λεμόνι» και τις συνέχειες της, που φυσικά, γνώρισαν τεράστια απήχηση και στις δικές μας αίθουσες.  Τα κέρδη τον φέρνουν στη Χολιγουντιανή «Cannon» και εκεί μπαίνει μπρος μια θεαματική «μηχανή». Μιλάμε για την πρώτη εταιρία παραγωγής που έβγαλε στις αίθουσες ταινίες για το μπρέικ ντανς («Breakin’» το 1984), το ραπ («Rappin’» το 1985), το σάλσα («Salsa» το 1988) και το… λαμπάντα («The forbidden dance» το 1990) αντίστοιχα.

Κι όμως, ο Γκόλαν στήριξε οικονομικά και σκηνοθέτες σαν τον Κασσαβέτη («Love streams» του 1984), τον Γκοντάρ («Βασιλιάς Λιρ» του 1987 – το συμβόλαιο μάλιστα ήταν απλά μια… χαρτοπετσέτα με τις υπογραφές τους, μετά από συνάντηση τους στις Κάννες!) και τον Αντρέι Κονσταλόφσκι (το θρυλικό «Τρένο της μεγάλης φυγής» του 1985), παίρνοντας ρίσκα που κανείς άλλος παραγωγός δεν θα έπαιρνε εκείνα τα χρόνια. Δυστυχώς οι πιέσεις της αγοράς οδηγούν την Cannon σε περικοπές που, με τη σειρά τους, αρχίζουν να «γράφουν» στο πανί: Το φτηνιάρικο «Σούπερμαν 4» σκότωσε τις προοπτικές ενός ακόμα σίκουελ. Ο παράλληλος «θάνατος» της αγοράς του βίντεο  θα την αποτελειώσει. Η εταιρία θα κηρύξει χρεοκοπία το 1992.

Ο Γκόλαν θα επαναπατριστεί στο Ισραήλ, δίχως όμως να ξεμπερδέψει με τα παλιά του χρέη: Το 2010 θα συλληφθεί για παράνομη απόπειρα εξόδου από τη χώρα και σχεδόν θα «υποχρεωθεί» να αποκαλύψει στον Τύπο την θλιβερή οικονομική του κατάσταση. Το πρόσωπο του Γκόλαν θα γίνει έτσι ένα ακόμα σύμβολο, μία ακόμα μαρτυρία της σκληρότητας της show business. Τουλάχιστον πρόλαβε, λίγο πριν το τέλος όμως, να ζήσει μια τελευταία μεγάλη στιγμή, στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών όπου θα κάνει την τελευταία του δημόσια εμφάνιση, με αφορμή το ντοκιμαντέρ «The go-go boys», ντοκιμαντέρ για την αυτοκρατορία της Cannon. Εκεί όπου το κοινό τον υποδέχτηκε σαν αυτό που κάποτε ήταν: Ένας πραγματικός Βασιλιάς της μεγάλης οθόνης που μας αποχαιρέτησε οριστικά στις 8 Αυγούστου του 2014. Ήταν το οριστικό τέλος μιας απολαυστικά βρώμικης εποχής. 



Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες