Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

It Follows (2014)


Στον «Νοσφεράτου» του 1922 η αγνή ηρωίδα παρασέρνει το «τέρας» στο χαμό του σ’ ένα κρεσέντο αυτοθυσίας, αποσπώντας την προσοχή του - δια της πάντοτε ερωτικά φορτισμένης υπόσχεσης της βαμπιρικής αιμοποσίας – μέχρι το θανατηφόρο ξημέρωμα. Με άλλα λόγια, το σεξ και η σεξουαλικότητα είχαν πάντοτε έναν κεντρικό ρόλο στο Σινεμά Τρόμου. Η χρήση τους όμως αλλάζει από δεκαετία σε δεκαετία. Στις εφηβικές ταινίες τρόμου των 80s για παράδειγμα, το σεξ αποτελούσε έγκλημα, ή καλύτερα, αμαρτία. Με μόνη τιμωρία, τον θάνατο.

Μέσα από το Φανταστικό εκείνης της εποχής, δύο χαρακτηριστικές φιγούρες ξεπήδησαν. Πρώτον, το παρθενικό θηλυκό: Ντυμένη πιο συντηρητικά από τις άλλες γυναίκες, έχει αγορίστικο όνομα και αντιστέκεται στις σεξουαλικές προτάσεις των αρσενικών. Είναι η ηρωίδα μας, και πιθανότατα η μοναδική επιζήσασα. Έπειτα, υπάρχουν και οι υπόλοιποι, εξίσου σεξουαλικά φορτισμένοι χαρακτήρες, άνδρες και γυναίκες. Φορούν σφιχτά, προκλητικά ρούχα και συχνά εκφράζουν ερωτικές σκέψεις ή επιδίδονται σε ανάλογες δραστηριότητες. Θα σφαγιαστούν, ένας προς έναν και το μεγάλο λάθος τους, θα είναι το σεξ. Στο «Παρασκευή και 13» του 1980, εμβληματικό φιλμ του είδους, ο δολοφόνος αποδεικνύεται πως είναι η μητέρα ενός αγοριού με διανοητική καθυστέρηση, που πνίγηκε ενώ οι γιατροί οι οποίοι υποτίθεται πως τον πρόσεχαν, ερωτοτροπούσαν.

Στη δεκαετία του ’90 αυτό άλλαξε. Το «Scream» του Γουές Κρέιβεν αποκάλυψε τον δραματουργικό σκελετό του είδους μέσω ενός περίτεχνου αλλά και κυνικά εξυπνακίστικου σεναρίου και έτσι, οι ταινίες τρόμου έπρεπε να γίνουν πιο «έξυπνες» και ευέλικτες. Ακολούθως, σ’ εκείνη τη δεκαετία, οι σεξουαλικά ενεργοί έφηβοι πεθαίνουν μόνο όταν το σεξ είναι εφήμερο. Όπως όμως «ξύπνησε» ο τρόμος, έτσι, δια του ορθολογισμού και της διανόησης, ανδρώθηκε και η συντήρηση: Μια προτεσταντικής κοπής ηθική άρχισε να κάνει την εμφάνιση της σε κάθε έκφανση καλλιτεχνική. Το Φανταστικό δεν κατόρθωσε να τη γλυτώσει: Για μια ακόμη φορά, ο μηχανισμός της ενοχής ενεργοποιείται. Μικρές λεπτομέρειες, ύπουλες, κάνουν όλη τη διαφορά: στα πρώτα λεπτά του «It follows» η ηρωίδα βυθίζει στο χαμό του, απερίσκεπτα, ένα μυρμήγκι. Λίγο αργότερα, θα στοιχειωθεί από μία αγνώστου προελεύσεως υπερφυσική απειλή που μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή και ακολουθεί μέρα-νύχτα το στόχο της, αθέατη σε όλους εκτός από το θύμα. Σημειώστε πως μπορεί να πάρει οποιαδήποτε ανθρώπινη μορφή και έχετε μια εξαίσια συνταγή για σασπένς.

Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ που σκηνοθετεί είναι αναμφίβολα ένας μεγάλος κινηματογραφικός τεχνίτης: Η χρήση των ανοιχτών χώρων παραπέμπει στον Κάρπεντερ, υπάρχουν όμως και σεκάνς με αναφορές στον Ντάγκλας Σερκ ή τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Κι όμως, το οικοδόμημα του τρίζει λόγω της υπέρμετρης φιλοδοξίας του να προσδώσει έναν πιο «σοβαρό» τόνο, λες και το οπλοστάσιο του Φανταστικού δεν επαρκεί. Γιατί όμως η κολλητή της ηρωίδας διαβάζει (και, προς το τέλος, υπερτονίζει) αποσπάσματα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι; Τι εξυπηρετούν οι αφελείς Φροϋδικές πινελιές περί πατρικών αμαρτημάτων, έτσι όπως «εκφράζονται» μέσα από τα τέρατα; Και, κυρίως, γιατί για άλλη μια φορά ο αισθησιασμός ενοχοποιείται ως άκρως θανατηφόρο «νόσημα» ελαφρόμυαλων εφήβων (όλα ξεκινούν, μαθαίνουμε, από μια περιστασιακή ερωτική βραδιά); Γιατί "έτσι". Α, μάλιστα.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Conversations with remarkable people, v.18. Andrzej Zulawski


Έτος 2014: Το αφιέρωμα στο σινεμά του Αντρέι Ζουλάφσκι, στις επετειακές Νύχτες Πρεμιέρας, αποδεικνύεται ένα από τα πιο πετυχημένα στην ιστορία του θεσμού. Οι δε νεώτεροι θεατές βγαίνουν ενθουσιασμένοι από τις αίθουσες, ανακαλύπτοντας τη Ρόμι Σνάιντερ στο «Σημασία έχει να αγαπάς» (1975) (η φωτό είναι από τα γυρίσματα - δίπλα στη Σνάιντερ, ο σκηνοθέτης) και την Ιζαμπέλ Ατζανί στο «Μια γυναίκα δαιμονισμένη» (1981) - και μαζί τους, ένα σινεμά διαφορετικό όσο και επιθετικό, γνήσιο παιδί της εποχής του: οι ταινίες αυτές υπήρξαν άλλωστε και σπουδαίες εμπορικές επιτυχίες. Τον Ζουλάφσκι τον πρωτοσυνάντησα στο Φεστιβάλ της Ταορμίνα, ενός μικρού νησιού στη Σικελία, πριν από οκτώ περίπου χρόνια. Εκεί, ήταν φιλικός, ζεστός, ευχάριστος. Πέρσι, μιλήσαμε τηλεφωνικώς για τις ανάγκες της παρακάτω συνέντευξης: Ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον άλλο.


Πριν από λίγα χρόνια είχαμε συναντηθεί στην Ιταλία, όπου είχατε παρουσιάσει το «Μια γυναίκα δαιμονισμένη». Πως αισθάνεστε κάθε φορά που στήνεται ένα αφιέρωμα στο  έργο σας;

Αισθάνομαι νεκρός. Ειδικά όταν εμπλέκονται και βραβεύσεις για την «προσφορά μου» στο σινεμά, κάτι που ακούγεται τόσο πομπώδες και σοβαροφανές… Ίσως θα έπρεπε να διορθώσω την απάντηση μου. Είναι περισσότερο εκείνοι που νομίζουν πως είμαι νεκρός – απλά και μόνο επειδή δεν κάνω σινεμά.

Εσείς βέβαια έχετε παραμείνει δημιουργικός – εκδώσατε αρκετά βιβλία τα τελευταία χρόνια.

Ναι, το έκανα κι αυτό. Το ερώτημα είναι, και τι έγινε που δεν κάνω ταινίες πια; Μονάχα εσείς οι κινηματογραφόφιλοι πιστεύετε πως το να κάνεις σινεμά είναι η πεμπτουσία της ζωής! Και αυτό είναι περισσότερο δικό σας πρόβλημα, παρά δικό μου.

Τι λάθος κάνουμε εμείς οι κινηματογραφόφιλοι;

Μετατρέπετε τους σκηνοθέτες σε ήρωες. Αυτομάτως, ας πούμε, ό,τι έκανε ο Φελίνι είναι αριστούργημα. Εγώ όταν είδα την τελευταία του ταινία, στεναχωρήθηκα.

Πολλές από τις ταινίες σας έχουν καλλιτέχνες ως ήρωες. Κυρίως ηθοποιούς.

Οποιοσδήποτε κάνει σινεμά και δηλώνει πως οι ηθοποιοί δεν τον ενδιαφέρουν, είναι ψεύτης και υποκριτής.

Η Ιζαμπέλ Ατζανί δήλωσε πως υπέφερε στα γυρίσματα του «Μια γυναίκα δαιμονισμένη».

Υπέφερε; Κοιτάξτε, οι ηθοποιοί είναι συναρπαστικοί, αλλά είναι και οι μεγαλύτεροι ψεύτες του κόσμου. Η Ατζανί βγήκε και είπε πολλά για μένα εκείνη την περίοδο, αλλά μετά βραβεύτηκε για την ερμηνεία της στις Κάννες. Και μετά, με ευγνωμονούσε – μου έλεγε πως η συνεργασία μας την απελευθέρωσε και ως ηθοποιό αλλά και ως γυναίκα. Το ίδιο συνέβη και με τη Ρόμι Σνάιντερ. Μέχρι το τέλος δήλωνε πως η καλύτερη ερμηνεία της ήταν στο «Σημασία έχει να αγαπάς».

Δουλέψατε με μερικές από τις ομορφότερες γυναίκες του σινεμά: Ρόμι Σνάιντερ, Ιζαμπέλ Ατζανί, Σοφί Μαρσό, Βαλερί Καπρίσκι

Και όλες ταλαιπωρήθηκαν. Τουλάχιστον στην οθόνη. Κανείς θεατής δε θυμάται τους άντρες που στάθηκαν δίπλα τους – τον Φάμπιο Τέστι ή τον Σαμ Νιλ. Ίσως και να έπρεπε να κάνω και μια ταινία με ήρωα έναν άντρα.

Από την Πολωνία, τη γενέτειρα σας, βρεθήκατε στη Γαλλία, όπου και είχατε και κάποιες μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Πόσο εύκολο ήταν να συνεννοηθείτε με τους Γάλλους παραγωγούς;

Πολύ και καθόλου. Πολύ γιατί στη Γαλλία είχα κατ’ αρχάς την ελευθερία να γυρίσω τις ταινίες που ήθελα όπως τις ήθελα. Και καθόλου γιατί το χιούμορ μου δε μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους παραγωγούς. Αλλά όσο οι ταινίες μου έβγαζαν χρήματα, δεν υπήρχε πρόβλημα.

Πείτε μου για το γαλλικό χιούμορ.

Ε, είναι εντελώς χοντροκομμένο...

Δηλαδή δε σας αρέσει ο Λούι Ντε Φινές;

Ο Λούι Ντε Φινές ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του 20ου αιώνα!

Συνήθιζε να λέει πως όλο το δράμα στο θέατρο προκύπτει απ’ το ότι ο άνθρωπος δεν είχε συμπεριληφθεί στο πλάνο της Δημιουργίας.

Μισό λεπτό, άλλο μου αρέσει ως ηθοποιός, άλλο τον παίρνω στα σοβαρά και ως διανοούμενο.

Εσείς πάντως δουλέψατε και με «δύσκολους» ηθοποιούς, σαν τον Κλάους Κίνσκι.

Ο Κίνσκι βρισκόταν στον πάτο της καριέρας του το 1975, όταν του ζήτησα να παίξει στο «Σημασία έχει ν’ αγαπάς». Ήρθε στο Παρίσι να με επισκεφτεί αμέσως μετά το τηλεφώνημα μου, και έμενε σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο στη φοιτητική συνοικία της πόλης, εντελώς αδέκαρος. Ξέρετε, τον είχα δει στο θέατρο. Και μάλιστα ως Άμλετ – στο Βερολίνο! Ήταν μια σοκαριστική εμπειρία που δε θα ξεχάσω ποτέ, ο άνθρωπος ήταν ιδανική φιγούρα μέσα στο κατεστραμμένο τοπίο αυτής της πόλης. Η συνεργασία μας υπήρξε άψογη. Δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα, ο ίδιος μάλιστα αντιλαμβανόταν πλήρως το σύμπαν της ταινίας σε αντίθεση με τον Φάμπιο Τέστι, που κατάλαβε τι ακριβώς ήθελα να κάνω έξι μήνες μετά τα γυρίσματα, στο ντουμπλαζ. Με πήρε τηλέφωνο ξημερώματα και μου ζήτησε συγγνώμη κλαίγοντας. Τυχερός ήταν που δεν τον σκότωσα στα γυρίσματα!

Πηγαίνετε σινεμά;

Βλέπω ταινίες ασταμάτητα, στο σπίτι μου υπάρχουν παντού βιβλία και dvd. Η τελευταία ταινία που πραγματικά απόλαυσα ήταν το «Melancholia» του Λαρς Φον Τρίερ. Με γοήτευσε αυτό το στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας, είμαι άλλωστε φίλος του είδους. Δε συμπαθώ καθόλου όμως αυτές τις μεξικάνικες σαπουνόπερες που γύρισε…

Μη μου πείτε πως εννοείτε τις ταινίες του Δόγματος 95’;

Ναι, αυτές εννοώ. Επειδή το γύρισμα είναι επιτηδευμένο και δήθεν ακατέργαστο, πρέπει δηλαδή να μην αναγνωρίσουμε πως τα σενάρια τους είναι αστεία; Αυτό είναι οι ταινίες του Δόγματος για μένα. Μεξικάνικες σαπουνόπερες, γυρισμένες με φτωχικά μέσα. Αλλά ξέφυγα και θα προτιμούσα να αλλάξουμε θέμα, δεν έχω πρόβλημα με τον Τρίερ, αντιθέτως είναι ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ πολύ. Υπάρχουν και νεότεροι κινηματογραφιστές, φυσικά. Ενδέχεται να παρατηρούν την πραγματικότητα καλύτερα από εμάς σήμερα.

Οι ταινίες σας έθεταν ερωτήματα, δίχως απαραίτητα να είχαν έτοιμες τις απαντήσεις. Σήμερα το κοινό έχει ένα πρόβλημα με το μυστήριο, απαιτεί μια λογική εξήγηση για τα πάντα.

Είστε σίγουρος; Εγώ το δηλώνω: δεν έχω ιδέα τι ζητάει σήμερα ο κόσμος που πηγαίνει σινεμά. Εκτός από εσάς μάλιστα, δεν ξέρω κανέναν άλλο που να το ξέρει. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, όλες οι ταινίες θα ήταν εμπορικές επιτυχίες. Σας ζηλεύω, έχετε μια γνώση που μου διαφεύγει.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες