Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

The Judge (2014)


Το δικαστικό δράμα ως είδος, από την Αμερική ξεκίνησε και εκεί έμεινε. Δεν επεκτάθηκε δηλαδή και στην Ευρώπη όπως το γουέστερν ή το νουάρ - κυρίως επειδή το διογκωμένο και παραμορφωμένο Αμερικάνικο νομικό σύστημα δε μοιάζει με κανένα άλλο, έτσι όπως στήθηκε για να υπηρετήσει την καταναγκαστικά μυθική διάσταση του Αμερικανικού ιδεώδους και του συνταγματικού "And justice for all". Άλλωστε, σ’ αυτή τη μυθική διάσταση αναπτύσσεται κάθε αμερικάνικη ταινία, πότε εξυμνητικά (από το "Μια υπέροχη ζωή" του Κάπρα, μέχρι το πρόσφατο "Argo"), κι πότε ανατρεπτικά (από το "M.A.S.H." μέχρι το "Gone Girl").

Με το δικαστικό δράμα όμως, όπου το Δίκαιο είναι πάντα ο θριαμβευτής, η Αμερική έγινε η αποκλειστική πρέσβειρα της ανά τον κόσμο φιλμικής δικαιοσύνης. Το κοινό "τσίμπησε" αμέσως - άλλωστε πολλά εξ αυτών είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένα (θυμηθείτε το «12 angry men» του Σίντνεϊ Λιούμετ ή την «Ετυμηγορία», του ίδιου σκηνοθέτη). Έτσι, η χώρα κατόρθωσε να "διακηρύξει" παγκοσμίως την αποτελεσματικότητα του Αμερικανικού Δικαίου - άρα, και του Αμερικανικού Ονείρου. Σήμερα, βγαίνει στις αίθουσες ο "Δικαστής", σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Ντόπκιν, γνωστού για τις… κωμωδίες του («The wedding crashers»). Το κόλπο ακόμα λειτουργεί.

 Η ιστορία, έχει ως εξής: Κυνικός (άρα) και πετυχημένος δικηγόρος, επιστρέφει, μετά τον απρόβλεπτο χαμό της μητέρας του, στο πατρικό. Όμως, ξαφνικά, ο πατέρας του (με τον οποίο έχει μια σχέση τουλάχιστον προβληματική - δικαστής στο επάγγελμα!), κατηγορείται για φόνο, και εκείνος, καλείται να τον υπερασπιστεί. Δε θα ήταν μάλιστα υπερβολή να πούμε πως έχουμε να κάνουμε με δυο φιλμ στη συσκευασία του ενός: Από τη μια, η σχέση πατέρα και γιου, και από την άλλη η δικαστική ίντριγκα.

Το πρόβλημα είναι πως, μέσα στις δυόμισι ώρες του «The Judge», κρύβεται ένα συγκινητικό δράμα – ερμηνευμένο με αποστομωτική στιβαρότητα από τους Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και Ρόμπερτ Ντιβάλ. Το κόλπο της αντιστροφής των ρόλων είναι, βέβαια, παλιό, ο Ντόπκιν όμως το χειρίζεται με μια κάποια ευαισθησία που σε κερδίζει. Έλα όμως που πρέπει να υποστείς και το νομικό κομμάτι της υπόθεσης, όπου «Ο δικαστής» κρίνεται αναπόφευκτα ένοχος για τις κατηγορίες των επαναληπτικών μοτίβων και των φορεμένων κλισέ. Δυστυχώς δεν βρέθηκε ένας εισαγγελέας να τους κόψει την ταινία στη μέση.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Conversations with remarkable people, v.16. Toni Servillo


Με την χαρισματική του ερμηνεία στη «Τέλεια Ομορφιά» του Πάολο Σορεντίνο, ο Τόνι Σερβίλο κυριολεκτικά «σφράγισε» την περσινή σεζόν – κι όμως, δεν ήταν η πρώτη φορά. Ποιος έχει, για παράδειγμα, ξεχάσει τη συγκλονιστική του εμφάνιση ως Τζούλιο Αντρεότι στο «Il Divo» του ίδιου σκηνοθέτη; Και η αλήθεια είναι πως κάθε του κινηματογραφική του εμφάνιση είναι από μόνη της, μια αισθητική απόλαυση. Κορυφαίος του κινηματογράφου αλλά και του θεάτρου, ο αυτοδίδακτος (!) ναπολιτάνος ηθοποιός υπήρξε επίσης πρωταγωνιστής της «Άλλης Θάλασσας», της ταινίας που έμελε να μην ολοκληρώσει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Γνωστός για το… οξύθυμο τεμπεραμέντο του (μόλις την πρόηγουμενη εβδομάδα από τη μεταξύ μας συνομιλία, «πρότεινε» σε ιταλό δημοσιογράφο του RAI να πάει να γαμηθεί - στον αέρα) ο Σερβίλο, που σπάνια δίνει συνεντεύξεις, συμφώνησε να μιλήσει μαζί μου μετά τη μεσολάβηση ενός καλού φίλου. Τη μετάφραση από τα Ιταλικά τη χρωστάω στην Ελένη Ξενικουδάκη.


Ποια είναι η ανάμνηση σας από την Ελλάδα;

Κοιτάξτε, πλέον είμαι βαθιά δεμένος με την Αθήνα. Θυμάμαι μια πόλη με μεγάλες αγορές, τη νεολαία στους δρόμους, τις διαδηλώσεις, την αδερφοσύνη με εμάς… Αλλά, να σας πω την αλήθεια, δεν γνώριζα την Ελλάδα πριν γυρίσω την ταινία με τον Τεό. Και ανακάλυψα ένα λαό που έχει έντονες ομοιότητες με εμάς. Θυμάμαι την ανησυχία εκείνων των ημερών, όταν η χώρα βρισκόταν πραγματικά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης έχοντας καταστεί πλέον σύμβολο της. Το ένοιωθες στους δρόμους, όπου κι αν στεκόσουν. Και αυτό ήθελε να καταγράψει στην ταινία του ο Αγγελόπουλος. Πάνω απ’ όλα όμως θυμάμαι τους ατελείωτους περιπάτους σε κάθε γωνιά αυτής της πόλης με την οποία είμαι πλέον ερωτευμένος.

Τι θυμάστε από τη βραδιά του θανάτου του Θόδωρου Αγγελόπουλου;

Μια μεγάλη αμηχανία, κι έναν μεγάλο πόνο. Έμοιαζε με ψέμα, βρισκόμασταν όλοι σε μια κατάσταση εκτός πραγματικότητας αναμεμειγμένη με οδύνη.

Αναρωτιέμαι πόσο βίαιο είναι για έναν ηθοποιό να αποσπάται από τον κόσμο τον οποίο καλείται να υπηρετεί σε μια ταινία, όταν αυτή σταματά από έναν θάνατο.

Είναι μια εμπειρία δύσκολη στο να την περιγράψει κανείς, επειδή είναι κάτι το αδιανόητο, είναι κάτι που κανείς ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα συνέβαινε. Μια ταινία είναι μια γέννηση, μια ασυνήθιστη σύνθεση της ζωής που κοντοστέκεται ανάμεσα στο μύθο και τη πραγματικότητα. Και όταν παρεμβαίνει σ’ αυτήν κάτι τόσο βίαιο όσο ο θάνατος… (παύση). Με συγχωρείτε, μένω άφωνος και μόνο που το σκέφτομαι. Έπειτα, όταν αυτό συμβαίνει σε έναν «μαέστρο» του σύγχρονου κινηματογράφου, τον οποίο – και αυτό θέλω να το υπογραμμίσω έντονα -  είχα την τύχη να γνωρίσω, του οποίου τις ταινίες έχω σε τεράστια υπόληψη, που ούτε καν φανταζόμουν πως θα δουλέψω μαζί του… Για μένα ήταν πραγματικά ένας τεράστιος πόνος για ένα όνειρο  που ξαφνικά διακόπηκε. Ωστόσο, είναι βαθιά τιμή για μένα που γύρισα μια ταινία με τον μέγιστο Θεόδωρο Αγγελόπουλο, και ένα μεγάλο μάθημα ζωής.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Αγγελόπουλο; Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μικρή στιγμή για εσάς να θυμάστε;

Αντιμετώπισα την εμπειρία μου με τον Τεό όπως αντιμετωπίζει κανείς μια εμπειρία με έναν μεγάλο καλλιτέχνη, έναν μάγιστρο που σε μεταφέρει στο δικό του κινηματογραφικό κόσμο. Ήταν ένας από τους σκηνοθέτες που έχουν τον τρόπο να κάνουν έναν κινηματογράφο που ανήκει αποκλειστικά σε αυτούς, που φέρει την υπογραφή τους, όπως ο κινηματογράφος του Φελίνι, του Μπέργκμαν ή του Ταρκόφσκι. Κι εγώ είχα την απόλυτη επίγνωση ότι ήμουν κομμάτι αυτής της στιγμής, αυτής της πάρα πολύ ξεχωριστής εμπειρίας, είχα μπει εξ ολοκλήρου στον κόσμο και την ποίηση του σκηνοθέτη. Και τον εμπιστευόμουν όπως ο γιος εμπιστεύεται  τον πατέρα του.

Ο ρόλος σας στην «Τέλεια Ομορφιά» ήρθε αμέσως μετά;

Ναι. Ξέρετε, ο Σορεντίνο ήταν από τους πρώτους που μου τηλεφώνησαν εκείνο το βράδυ. Γιατί ήμουν ξετρελαμένος από την όλη εμπειρία και μιλούσα συνέχεια, στον Πάολο, γεμάτος από ενθουσιασμό για την περιπέτεια που ζούσα με τον Αγγελόπουλο, την εξέλιξη των γυρισμάτων, τις ιδιαιτερότητες του ρόλου, και, κυρίως, την εσωστρέφεια και ταυτόχρονα γλυκύτητα  που είχε ο Τεό. Μου πρότεινε τον ρόλο και δέχτηκα αμέσως. Εϊχα βέβαια μια υποχρέωση με τον Μάρκο Μπελόκιο. Όταν επέστρεψα στην Ιταλία πρώτα γύρισα την ταινία του(“Bella Addormentata”) και μετά την ταινία του Σορεντίνο. Ήταν ένας καλός τρόπος για να διαχειριστώ τη θλίψη μου.

Στη «Τέλεια Ομορφιά» ακούγεται κάποια στιγμή πως η Ρώμη βρίσκεται σε μια διαρκή παρακμή. Κατά τη γνώμη σας, αυτό δεν συμβαίνει και με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό εν γένει; Δεν βρίσκεται σε παρακμή;

Το λέει κάποια στιγμή ένας από τους ήρωες της ταινίας ναι. Ειλικρινά πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που υφίσταται αυτή η παρακμή, είναι αυτή η απομάκρυνση του πολιτισμού  από τον πολιτικό και τον ηθικό βίο. Γιατί ο πολιτισμός δεν υφίσταται μόνο ως πνευματική οντότητα, αλλά και ως ηθική. Κάτι που, για κάποιο λόγο, δε μνημονεύεται συχνά, και δεν καταλαβαίνω το γιατί…  Υπάρχει βέβαια και η οικονομική κρίση, αλλά εγώ θεωρώ πως αυτά τα δύο συμβαδίζουν, περνάμε όμως μια ισχυρή κρίση αξιών η οποία διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο με τρόπο πολύ άδικο, και δε μπορούμε να το παραβλέψουμε. Αναπόφευκτα, με το πέρασμα του χρόνου, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αυτή η κατάσταση.

Ο κόσμος πάντως δείχνει να έχει λατρέψει το φιλμ – που ρίσκεται υποψήφιο και για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Αλήθεια, θα παρευρεθείτε στην τελετή των Όσκαρ; Σας ενδιαφέρει αυτή η γιορτή;

Δεν έχω ιδέα. Το βρίσκω κομματάκι δύσκολο. Η τελετή είναι σε ένα μήνα και ακόμα πρέπει να μεριμνήσω για πολλές υποχρεώσεις που αφορούν την παράσταση. (Σ.σ.: Τελικά πήγε!)

Σας πετυχαίνω σε περιοδεία.

Ναι, βρίσκομαι σ’ ένα ξενοδοχείο στη Τοσκάνη αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Το έργο είναι το «Οι φωνές μέσα μας» του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο – έχω αναλάβει και τη σκηνοθεσία του. Βλέπω την ανησυχία στα πρόσωπα των θεατών, κάθε βράδυ που ανεβαίνω στη σκηνή, ξέρετε. Και ανησυχώ κι εγώ.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες