Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

La Grande Bellezza (2013) ( * * * * ½ )


Η νέα ταινία του Πάολο Σορεντίνο ξεκινά με τα 65α γενέθλια του Τζεπ Γκαμπαρντέλα: Αμέσως ο θεατής βυθίζεται σ’ ένα απολύτως οργιαστικό σύμπαν που ακροβατεί μοναδικά ανάμεσα στην έκσταση και την παρακμή - ισορροπία που οδηγεί πολλούς κριτικούς στο να αναφέρουν το όνομα του Φεντερίκο Φελίνι. Το La Grande Bellezza θα μπορούσε, άλλωστε, να χαρακτηριστεί και «Dolce Vita του 21ου αιώνα». Ο Φελίνι όμως είναι μονάχα ένα από τα φαντάσματα που περιδιαβαίνουν σ’ αυτό το φιλμ.

Φάντασμα, λίγο πολύ, και ο κεντρικός του ήρωας: Ο Γκαμπαρντέλα, πετυχημένος δημοσιογράφος (κουβαλά ακόμη κάτι από την αίγλη που, κάποτε, εξέπεμπε αυτή η δουλειά), διάσημος για το βιβλίο του «Το ανθρώπινο σύστημα» που έγραψε τριάντα και πλέον χρόνια πριν, μοιάζει με καλλιτέχνη παγιδευμένο στο κορμί μιας διασημότητας. Με βλέμμα γεμάτο θλίψη (συνοδευόμενο πάντα με χαμόγελο) παρακολουθεί αποτυχημένες avant-garde παραστάσεις, σαραντάρες στριπτιτζούδες, κηδείες αυτοκτονικών πλουσιόπαιδων και, αναπόφευκτα, τον εαυτό του στον καθρέπτη.

Είναι ένας ήρωας που κουβαλά πολλά κοινά σημεία με αυτούς ολόκληρης της φιλμογραφίας του Σορεντίνο, που πάντα έκανε ταινίες για άνδρες γοητευτικούς, αυτάρεσκους, «πετυχημένους» και φοβισμένους. Τούτη εδώ δε, σε βομβαρδίζει με εικόνες πλούσιες, φωτογραφημένες με γνήσια Ιταλική φροντίδα, δηλαδή πεντάμορφες και ευγενείς.Το τερέν όμως είναι γνήσια μετα-Μπερλουσκονικό. Και ενώ η κάμερα δείχνει απρόθυμη να ακινητοποιηθεί, συνειδητοποιούμε πως η διαδρομή που μας αφορά δεν είναι μόνο αυτή που κρύβεται στα στενά της Ρώμης.

Εδώ ο Σορεντίνο οδηγεί τις σημάνσεις του σ’ ένα σμίξιμο που ευφραίνει τον θεατή όπως μόνο ένα σπουδαίο έργο τέχνης μπορεί. Γιατί μέσα απ’ αυτή τη διαδρομή, ο Γκαμπαρντέλα (που ο Τόνι Σερβίλο ενσαρκώνει με μια απερίγραπτη χάρη) συνειδητοποιεί πως, ναι, η ζωή μπορεί να είναι εξίσου ασήμαντη με ένα ταχυδακτυλουργικό τρικ, αλλά μόνο ζώντας μπορεί να διεκδικήσει κανείς αυτή τη φευγαλέα επαφή με την ακίνητη αιωνιότητα. Στο φινάλε, η μόνη απόσταση που έχει σημασία να διανύσεις, είναι αυτή που χωρίζει την ευτυχία του να μη πιστεύεις σε τίποτα, από την ευτυχία του να πιστεύεις σε κάτι.

Conversations with remarkable people, v.12: Alexander Payne


Με δυο Όσκαρ στο ενεργητικό του, και τη καλύτερη ταινία της καριέρας του, το αριστουργηματικό "Nebraska" να περιμένει την έξοδο του στις Ελληνικές αίθουσες, ο Αλεξάντερ Πέιν παραμένει μια αναγνωρίσιμη δύναμη του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, εμμένοντας σ' ένα σινεμά κατά βασει "ανδρικό" και άκρως ανθρωποκεντρικό. Φέτος ήταν και Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κάπου εκεί τον συνάντησα κι εγώ, για έναν γρήγορο καφέ.


O Κλάους Κίνσκι είχε κάποτε πει πως «το ομορφότερο τοπίο που περιμένει να κινηματογραφηθεί είναι ένα ανθρώπινο πρόσωπο». 

Ναι, το θυμάμαι. Και ο Μπέργκμαν είχε πει επίσης πως «το σινεμά αρχίζει και τελειώνει μ’ ένα πρόσωπο».

Είναι σα να περιγράφουμε τις ταινίες σας, που πάντα καταπιάνονται με χαρακτήρες σε στάδιο μεταβατικό. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι μόνο τι αναζητούν αυτοί, αλλά και το τι αναζητάτε εσείς. 

Για να το λήξουμε με τα τσιτάτα, θα πω άλλο ένα του Φελίνι: «Ο σκηνοθέτης αναζητά μονάχα τον εαυτό του στις ταινίες του». Δεν θέλω φυσικά να συγκριθώ με τον Μπέργκμαν ή τον Φελίνι, αλλά όπως κι αυτοί, έτσι κι εγώ, προτιμώ να γυρίζω ιστορίες για ανθρώπους, για τα μυστήρια της ανθρώπινης καρδιάς. Γνωρίζοντας πως την ίδια στιγμή, αναζητώ τον εαυτό μου. Ένας σκηνοθέτης μπορεί να το κάνει δουλεύοντας σε κάθε είδος, αλλά εγώ προτιμώ την κωμωδία. Είναι ένας υπέροχος τρόπος να κρατήσεις τους θεατές σε μια μικρή απόσταση από το δράμα και να τους βοηθήσεις ταυτόχρονα να το πλησιάσουν με μια καθαρότητα.

Οπότε και το στοιχείο της μετάβασης είναι απλά ένα λειτουργικό εργαλείο; 

Ξέρετε, συχνά με ρωτούν γιατί επιλέγω «ατελείς» ήρωες. Δεν το παραδέχομαι ποτέ, αλλά τώρα μπορώ να σας το πω: είναι όλοι τους εγώ! Στ’ αλήθεια είναι αδύνατον να σας απαντήσω όταν με ρωτάτε τι αναζητώ. Από τη μια μεριά, σε «πρώτο επίπεδο» αν προτιμάτε, ψάχνω μια καλή ιστορία από την οποία θα προκύψει μια καλή ταινία – γιατί η μεγαλύτερη χαρά μου στη ζωή είναι να κάνω σινεμά. Αλλά σε επίπεδο ενστίκτου, δεν ξέρω αν είμαι εγώ αυτός που επιλέγει τις ιστορίες, ή αν επιλέγουν αυτές εμένα. Ούτε φυσικά είμαι ο αρμόδιος να απαντήσω…

Δουλεύετε ενίοτε με μεγάλους σταρ σαν τον Τζακ Νίκολσον ή τον Τζορτζ Κλούνεϊ – τους μεταχειρίζεστε όμως σαν ηθοποιούς, και όχι σαν αστέρια. «Κόβετε» τους μανιερισμούς τους. 

Όταν επιλέγω κάποιον ηθοποιό, τον επιλέγω επειδή ταιριάζει στο ρόλο. Πολλές φορές έχω κρατήσει χαμηλά τον προϋπολογισμό μου για να διαφυλάξω αυτή την ελευθερία κινήσεων. Δε θα σας πω πως δεν ήμουν ενθουσιασμένος όταν δούλευα με τους ηθοποιούς που αναφέρατε, αλλά ήταν αυτοί που ήθελα. Δεν άλλαξα το σενάριο μου για να φέρω τους χαρακτήρες μου στα μέτρα τους.

Πολλοί επώνυμοι το απαιτούν αυτό. 

Δεν το έχω σκεφτεί στιγμή. Ο σταρ πρέπει να πλησιάσει τον χαρακτήρα, όχι το ανάποδο. Και από τη στιγμή που τον έχω επιλέξει, είναι ένας ηθοποιός που παίζει ένα ρόλο. Μην ξεχνάτε πως οι σταρ χαίρονται να θυμίζουν που και που στο κοινό πως είναι και ηθοποιοί.

Τα τελευταία χρόνια το σινεμά διογκώνεται ασταμάτητα – και μάλιστα, σε τρεις διαστάσεις. Έχει μείνει καθόλου χώρος για ανθρώπινες ιστορίες; Ο Κασσαβέτης για παράδειγμα – άλλος ένας σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής που καταπιάστηκε με ανθρώπινες ιστορίες – θα είχε σήμερα την ελευθερία που είχε τότε;

Ξεχνάτε πως το σινεμά… μικραίνει κιόλας. Μπορεί τώρα, όπως μιλάμε, η αγορά να δείχνει πνιγμένη στα καρτουνίστικα blockbuster, από την άλλη όμως με ένα iphone και έναν υπολογιστή μπορείς, αν θες, να κάνεις μια ταινία. Αυτό είναι πρωτόγνωρο στην ιστορία του σινεμά. Όλη αυτή η τεχνολογική πρόοδος έχει φέρει τη δική της «δημοκρατία». Ο Κασσαβέτης φαντάζομαι θα αγκάλιαζε αυτά τα νέα μέσα, μπορώ να τον φανταστώ να γυρίζει όλος ενθουσιασμό μια ταινία σε Canon 5D και να τη μοντάρει στο σπίτι.

Έχει τελικά επηρεάσει η οικονομική κρίση το σινεμά; 

Τι να σας πω, δεν έχω ιδέα.

Παρακολουθείτε τις εξελίξεις της ελληνικής – και φυσικά της ευρωπαϊκής – οικονομικής κρίσης;

Ναι, τα βασικά, αν και, να σας πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Νομίζω πως κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Σ’ αυτό που με ρωτήσατε πριν, κοιτάξτε, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα εννοείται πως επηρεάζουν το σινεμά. Υπάρχει η αναγκαιότητα να ειπωθούν πράγματα, όταν κάτι έντονο έχει περάσει – και αυτό είναι κοινός τόπος στην κινηματογραφική ιστορία. Δείτε τι έγινε στη Ρουμανία. Δείτε τι γίνεται τώρα με τη Χιλή. Από την ασχήμια, συχνά γεννιέται ομορφιά. Και η ελπίδα μου είναι πως από την κρίση θα προκύψει ένα υπέροχο νέο ελληνικό σινεμά.

Έχουμε ήδη έναν «εξαγώγιμο» κινηματογραφιστή πάντως, τον Γιώργο Λάνθιμο που γυρίζει την ταινία του στο Λονδίνο με τη Λία Σεϊντού. 

Ακούω πολλά, αλλά ο χρόνος θα δείξει αν ο κύριος Λάνθιμος είναι πρωτοπόρος ή όχι. Εύχομαι σ’ αυτόν, όπως και σε κάθε έλληνα σκηνοθέτη με καθαρές, ανθρωπιστικές προθέσεις, όλη την τύχη του κόσμου, με όλη μου την καρδιά.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Φίνος... Στοπ!


Η κίνηση της Φίνος Φιλμ να ανεβάσει, δίχως οικονομικές απαιτήσεις από τους χρήστες του διαδικτύου (εντελώς δωρεάν που λέμε), έναν σοβαρό αριθμό ταινιών της στην ιστοσελίδα του youtube είχε αποκομίσει θετικά σχόλια στα social media – ιδίως δε από έλληνες του εξωτερικού. Λογικό δεν είναι; Κακά τα ψέμματα, πολλές εκ των παιδικών μας αναμνήσεων έχουν να κάνουν με την παρακολούθηση τους και, προσέξτε, δεν έχει να κάνει καν αν τις απολαμβάνουμε σήμερα, ή όχι (αν και, ασφαλώς, η ιστορία του Φίνου έχει να επιδείξει εξαιρετικές στιγμές). Έχει να κάνει με το κομμάτι εκείνο των αναμνήσεων στο οποίο επιστρέφει κανείς συχνά, όντας μακριά από τη χώρα.

Και με την ίδια ένταση που υποδέχτηκαν το συμβάν, άφησαν να φανεί η απογοήτευση τους όταν η εταιρία, πιεσμένη από «παράλογες διεκδικήσεις πνευματικών δικαιωμάτων» όπως αναφέρει σε χθεσινό της δελτίο τύπου, αποφάσισε να κατεβάσει τις ταινίες, αντικαθιστώντας τες όμως με αποσπάσματα και αφιερώματα, κρατώντας δηλαδή ανοιχτό το κανάλι της – μαζί με το ενδιαφέρον του κόσμου. Και η αλήθεια είναι πως πολλοί είχαν την ευκαιρία, όχι μόνο να επιστρέψουν σε γνωστά τους φιλμ, αλλά και να ανακαλύψουν ταινίες που, για κάποιο λόγο, η τηλεόραση δεν έχει φροντίσει να «τιμήσει» με τον προγραμματισμό τους. «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» μάλιστα, του Νίκου Φώσκολου, είχαν τύχει ιδιαίτερης προτίμησης.

Τώρα, η Φίνος αναγκάζεται ουσιαστικά να κατεβάσει και αυτά τα αποσπάσματα από το youtube, το οποίο, να πούμε την αλήθεια, λειτουργεί με κανόνες και κώδικες που δεν είναι απολύτως ξεκάθαροι. Για παράδειγμα, γιατί μπορώ να δω (παρανόμως προφανώς, αλλά δεν είναι αυτή η ουσία), το «Ρόκι» και δεν μπορώ να δω το «Δεσποινίς Διευθυντής»; Η MGM ή ο Σιλβέστερ Σταλόνε δεν έχουν οικονομικές απαιτήσεις; Τι εννοώ; Πως στην εποχή της internet-ικής προσφοράς και ζήτησης, υπάρχουν πολλά που πρέπει να ληφθούν υπ’οψιν πέραν του νομικού πλαισίου.

Ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Συγγενικών και Πνευματικών Δικαιωμάτων, στον οποίο συμπλέουν ηθοποιοί, σεναριογράφοι και σκηνοθέτες, έχει να θυμάται πολλούς κακοπληρωτές και, η αλήθεια είναι πως, για πολλά χρόνια, οι συντελεστές αυτών των ταινιών (και οι οικογένειες τους) είδαν ελάχιστα χρήματα (όσοι είδαν) από τις, στα όρια της υπερβολής, επαναληπτικές προβολές τους. Αυτό είναι γεγονός. Από την άλλη όμως, τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από το ανέβασμα των ταινιών στο διαδίκτυο είναι πενιχρά – σχεδόν μη υπολογίσιμα. Όταν κάνεις κάτι τέτοιο, δεν το κάνεις για το κέρδος (και, πιστέψτε με, ελάχιστοι είναι αυτοί που «έζησαν» από το internet με ανάλογες κινήσεις). Το κάνεις για να μη χαθεί το έργο σου, για να περάσει σε μια γενιά θεατών που τώρα τις ανακαλύπτει, για να αφήσεις μια μαρτυρία.

Σημειώστε τέλος πως οι εκδοχές των ταινιών που ανέβηκαν, είχαν «περάσει» από νέα επεξεργασία εικόνας και ήχου. Πολλές από αυτές, νόμιζες πως τις έβλεπες πρώτη φορά. Κάδρα προσεγμένα, λαμπερά, εικόνες που μαρτυρούσαν την αισθητική φροντίδα αλλά και την κινηματογραφική μαστοριά που υπήρχε πίσω τους. Μπορούσες επιτέλους, για παράδειγμα, να απολαύσεις τα μιούζικαλ της εποχής στο αυθεντικό «σινεμασκόπ» τους κάδρο το οποίο (καθ’οτι ιδιαίτερα μακρόστενο) βλέπαμε αποκλειστικά πετσοκομμένο στα τηλεοπτικά άκρα του, αφήνοντας μας με το θέαμα διαλόγων ανάμεσα σε δυο... μύτες, για παράδειγμα.

Η Φίνος Φιλμ, η πιο εμβληματική εταιρία της «Χρυσής Εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου» δημιουργήθηκε το 1942 από τον παραγωγό Φιλοποίμενα Φίνο. Ο Φίνος είχε πάντα την τελευταία λέξη: απ΄ αυτόν περνούσαν όλα. Με τελευταία ταινία παραγωγής το «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται», λειτούργησε μέχρι τον θάνατό του, το 1977. Με τον θάνατο της συζύγου του, Τζέλας, το 2010, τα ηνία ανέλαβαν οι κληρονόμοι του (ο τωρινός διευθυντής Γιώργος Τσαγκαράκης, και τα τρία ανίψια του Φίνου).

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

"Μανιφέστο"


Ο κινηματογράφος Δεν είναι το έργο των Δισεκατομμυρίων. 

Ο κινηματογράφος Δεν είναι έργο Αστέρων. 

Ο κινηματογράφος Δεν είναι το Θέαμα των πολυεθνικών. 

Ο κινηματογράφος Δεν είναι εγγραφή βιντεοταινίας. 

Ο κινηματογράφος Δεν είναι έργο της όμορφης φωτογραφίας, του τέλειου πλαισίου, της καθαρής και κατά συνθήκη ηχητικής μπάντας της πλούσιας σκηνογραφίας. 

Ο κινηματογράφος Δεν υπάρχει χωρίς φιλμ. Αλλά φιλμ υπάρχει μόνο όταν ξεκινά από την απόφαση βαθιά μέσ' απ' τα σπλάχνα εκείνου που το κάνει και ΟXΙ από την ηλίθια αποφασιστικότητα των Προγραμματιστών, Χειριστών της κουλτούρας, Παραγωγών της ψωλής, Στελεχών επιχειρήσεων, Λειτουργών διαφόρων, Τραπεζιτών, Γραφειοκρατών, Βοηθητικών. 

Ο κινηματογράφος Είναι τα Δικά μας φιλμ 

Ο κινηματογράφος Είναι η άρνηση του τεχνικισμού και του σημειολογισμού. 

Ο κινηματογράφος Είναι ο τόπος που Εσύ και Εγώ γνωριζόμαστε, “'Εγώ” και Άλλοι αγκαλιαζόμαστε. 

Ο κινηματογράφος Είναι όλα τα έργα που δεν έγιναν αλλά θεάθηκαν εκστατικά μέσα στην έκρηξη της Ύπαρξης. 

Ο κινηματογράφος Είναι ή απελευθερωτική προσήλωση του Περιθωρίου στην αναζήτηση του ατομικού του Κόσμου. 

Ο κινηματογράφος Είναι ο χώρος της Κατάρας και της Μέθης. 

Ο κινηματογράφος Είναι αιώνια αναλογία του Είναι. 

Ο κινηματογράφος Είναι η Κοινωνία που αναπαράγεται κάτω από μια μοναδική συνθήκη: να αφήσει να διαφανεί το Είναι, ο Χρόνος (Κόσμος), πίσω από της πλευρές του Λογισμού. 

Ο κινηματογράφος Είναι το σημείο συνάντησης-σύγκρουσης μεταξύ του πραγματικού και του αδιανόητου, του φανταστικού και του αδύνατου. 

Ο κινηματογράφος Είναι αυτή η Υπόσχεση-Απειλή: η επιστροφή του Ασύλληπτου, η τόλμη του Απρόβλεπτου. 

Ο κινηματογράφος Δεν είναι οι ταινίες που παίζονται στην τηλεόραση. 

Ο κινηματογράφος Δεν είναι τα δασκαλέματα των ειδικών. 

(Σταύρος Τορνές, Μάιος 1987)

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - The End


Ήταν κοινό μυστικό πως ο Χρυσός Αλέξανδρος θα πήγαινε “καρφωτός” στο Μεξικό, για έναν απλούστατο λόγο: το “Κελί από χρυσάφι” ήταν, μακράν, η κορυφαία στιγμή του Διεθνούς Διαγωνιστικού. Η ιστορία των τριών εφήβων από την Γουατεμάλα που επιχειρούν να περάσουν τα σύνορα για την Αμερική, συγκλόνισε το κοινό του Φεστιβάλ και εξυμνήθηκε με μιας από την κριτική – κάτι που σπάνια συνέβαινε με τα φιλμ του συγκεκριμένου τμήματος. Η ίδια ταινία κέρδισε και το βραβείο Σκηνοθεσίας. Εύκολη νίκη από τη μια, αλλά και δικαιολογημένη.

Ο Αργυρός Αλέξανδρος πήγε στο τρυφερό “Suzanne” της Κατέλ Κιγιβερέ, από τη Γαλλία όπου παρακολουθούμε 25 χρόνια «βίου και πολιτείας» της Σουζάν, από την παιδική ηλικία μέχρι την ωρίμανση της (που “σκάει” αναμενόμενα με το ομώνυμο κομμάτι του Λέοναρντ Κόεν). Δίκαιη και η βράβευση της Σάρα Φορεστιέ με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας.

Και μιας και μιλάμε για ερμηνείες, ο Χρήστος Στέργιογλου κέρδισε το βραβείο της ανδρικής (εξ ημισείας με τον Χαϊμέ Βαδέλ για το “Ποτό του Διαβόλου” από τη Χιλή), για την σπουδαία του εμφάνιση στην ταινία της Ελίνας Ψύκου “Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά”, υποδυόμενος έναν τηλεοπτικό παρουσιαστή που σκηνοθετεί την απαγωγή του για να αντιστρέφει την φθορά της περσόνας του.

Ήταν μια ευπρεπέστατη ελληνική παρουσία σε ένα πρόγραμμα που... δεν είχε αρκετές να επιδείξει. Το πρόβλημα; Ο μικρός αριθμός τους. Και η άρνηση του Φεστιβάλ να προβάλει τις ταινίες εκείνες που είχαν ήδη κάνει την πρεμιέρα τους. Λες και δεν αξίζουν προβολή στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ της χώρας. Γιατί, για παράδειγμα, να πετυχαίνει κανείς το “September” (που άνοιξε στο Κάρλοβι Βάρι) μόνο στο… video room; Τι ακραίος παραλογισμός!

Αλλά δεν είναι αυτό το μόνο παράλογο, γιατί πώς να χαρακτηρίσει κανείς την «κόντρα» του με την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου; Ο γραφων δεν είναι ούτε μέλος της, ούτε ακριβώς και υποστηρικτής της, αλλά δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Δε γίνεται να παίρνεις πίσω τη διαπίστευση που έδωσες σε δημοσιογράφο επειδή στο ίδιο έντυπο εργάζονται και συντάκτες (μέλη της ΠΕΚΚ) που δεν είναι της προτίμησης σου. Ακούγεται σαν την αρχή μιας κατρακύλας δίχως τέλος.

Πέραν τούτου, το ειδικό βραβείο Κριτικής Επιτροπής για πρωτοτυπία και καινοτομία πήγε στο “Bad Hair” της Μαριάνα Ρονδόν από τη Βενεζουέλα, αυτό του σεναρίου στον Τάε – γκον Κιμ για τους “Αισιόδοξους” από τη Νότια Κορέα, ενώ η Κριτική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Κριτικών Kινηματογράφου (FIPRESCI) χάρισε ένα βραβείο (για το Διαγωνιστικό Τμήμα) στο “Bad Hair” κι άλλο ένα (για Ελληνική Ταινία) στην Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά.

Εισιτήρια κόπηκαν πολλά και φέτος, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που περίμεναν στη σειρά μπας και προκύψουν θέσεις από ακυρώσεις στις ήδη γεμάτες αίθουσες. Κι εμείς το κάναμε, και ακούσαμε πολλά θετικά για κάποιες επιλογές των παράλληλων προγραμμάτων, αλλά και γκρίνια, και παράπονο για τις ακριβές τιμές των καρτών. Τουλάχιστον, πάρτι έγιναν πολλά. Η πόλη «ζωντάνεψε» - το κέντρο της, αν μη τι άλλο. Κι ας μην είχε κάτι ουσιαστικό να προσφέρει το διεθνές διαγωνιστικό. Κι ας ήταν ελάχιστες οι όποιες εκπλήξεις. Κι ας υποφέραμε τους γνωστούς «χαιρετισμούς» επισήμων και παραγόντων αλλά και τους αποκλεισμούς των μη «αρεστών» δημοσιογράφων.

Φεύγοντας από την πόλη, σκέφτεσαι την επόμενη σου επίσκεψη (για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, φυσικά), αλλά και την 55η διοργάνωση, του χρόνου τέτοια μέρα. Όσο υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, άλλο τόσο μπορείς να ελπίζεις.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Ο Καλός, Ο Κακός και ο Παράξενος


"Greek weird cinema"

Δηλαδή «Παράξενο Ελληνικό σινεμά». Ένας όρος που «φόρεσαν» στη τωρινή μας κινηματογραφία οι επιφανείς κριτικοί του εξωτερικού, και στη συνέχεια ενστερνίστηκαν (λίγο – πολύ) και οι… δικοί μας. Όρος από τη φύση του θολός και αδιευκρίνιστος. Τι συνιστά δηλαδή κάτι «παράξενο»; Ας πούμε, οι αποδραματοποιημένες ερμηνείες. Η απόσταση από τη δράση. Η αισθητική των ξεθωριασμένων χρωμάτων – και η κλινικότητα που απορρέει από αυτά. Και μετά; Ο Γιώργος Λάνθιμος, ο σκηνοθέτης ο οποίος λίγο – πολύ «χρεώνεται» αυτό το νέο ρεύμα, μου είχε πει παλιότερα το εξής, και δεν έχει και πολύ άδικο: «Το “Ελληνικό” σινεμά είναι όπως όλα τα “εθνικά” νομίζω, απλά τώρα υπάρχει αυτή η “τάση” του να μας ανακαλύψουν. Και σίγουρα τους αρέσει ο συσχετισμός της οικονομικής κρίσης. Μόνο που η κατάσταση στο ελληνικό σινεμά ήταν πάντα έτσι, και κάποιες ελληνικές ταινίες είχαν ήδη ξεκινήσει να βγαίνουν προς τα έξω τα τελευταία χρόνια, απλά είναι “βολικό” το πακετάρισμα τώρα με την οικονομική μας κατάσταση. Τέλος πάντων, κακό δεν μας κάνει».

Κακό σίγουρα δεν κάνει. Τα βραβεία έρχονται το ένα μετά το άλλο, και μάλιστα από διεθνή Φεστιβάλ των οποίων οι βραβεύσεις «μετράνε». Οι τελευταίες ήρθαν (ξανά) από τη Βενετία, με τη διπλή διάκριση του «Miss Violence» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά, κινηματογραφιστής που, όπως αναφέραμε και παλαιότερα, έφυγε από τη χώρα μάλλον «κατατρεγμένος» και επέστρεψε θριαμβευτής.

Βέβαια, και οι «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου έφυγαν με βραβείο σεναρίου από τη Βενετία, αλλά όταν έφτασαν εδώ, αγνοήθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τους έλληνες συναδέλφους του που αποτελούν την «Ακαδημία Κινηματογράφου» η οποία και αντικατέστησε τα Κρατικά Βραβεία – σε ό,τι αφορά τους «τίτλους» τουλάχιστον, μιας και τα έπαθλα που δίδει, δεν είναι και χρηματικά...

Στο μεταξύ, δέκα ελληνικές ταινίες προβλήθηκαν στη θεματική ενότητα “City to City” στο ραγδαίως ανερχόμενο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ τρεις συμπεριελήφθησαν στην αρχική λίστα ταινιών, που προτείνονται για υποψηφιότητα στα 26α βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2013 (οι ταινίες «Η Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου, «Το Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Έκτορα Λυγίζου – μια Ελληνική ταινία που φέρει πιο έντονα τα σημάδια της προέλευσης της και που διακρίθηκε στο Κάρλοβι Βάρι – και η φρικαλέα Ελληνοκυπριακή συμπαραγωγή «Οικόπεδο 12» του Κυριάκου Τοφαρίδη).

Γιατί τελικά, οι βραβεύσεις που μετράνε είναι οι διεθνείς. Αυτές άλλωστε αποτέλεσαν το ουσιαστικό «διαβατήριο» του Λάνθιμου για το εξωτερικό: η νέα του ταινία, διακεκριμένη ήδη από το στάδιο της προπαραγωγής της, ετοιμάζεται στο Λονδίνο και έχει τον τίτλο «The Lobster». Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, πρόκειται για μια «αντισυμβατική ιστορία αγάπης, τοποθετημένη σε ένα δυστοπικό, κοντινό μέλλον, όπου όλοι οι μόνοι άνθρωποι, σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν μεταμορφώνονται σε ένα ζώο της επιλογής τους κι απελευθερώνονται στο Δάσος. Ενας απελπισμένος Αντρας το σκάει από το Ξενοδοχείο στο Δάσος εκεί όπου ζουν οι Μοναχικοί κι εκεί ερωτεύεται, ακόμη κι αν αυτό είναι ενάντια στους κανόνες τους». Τι σας λέει; Πρωταγωνιστεί η Λία Σεϊντού, ενώ αν σας πω ποιοί ήθελαν ρόλο εδω μέσα, και έφαγαν "πόρτα", μάλλον θα με περάσετε για τρελό.

Συνεργάτης στο σενάριο είναι και εδώ ο Ευθύμης Φιλίππου, συν-σεναριογράφος του Κυνόδοντα, των Άλπεων και του «L», που έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ του Σάντανς του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο ίδιος επίσης διαφωνεί με όλη αυτή την φιλολογία περί Ελληνικής Παραξενιάς: «Νομίζω άμα αρχίσουμε να μιλάμε για ρεύμα, θα σταματήσουμε να φτιάχνουμε ταινίες. Είναι βλακεία λέξη το weird και το ρεύμα επίσης. Εντάξει γίνονται περισσότερες ταινίες πια αλλά δεν νομίζω ότι μοιάζουν μεταξύ τους και θα ήταν άδικο για όλες να τις βάλουμε κάτω από την επιγραφή “παράξενες ταινιούλες από την Ελλάδα”».


Θέτω το ζήτημα στους διαδικτυακούς μου φίλους. Κάποιοι εξ αυτών, κάνουν κάποιες εύστοχες παρατηρήσεις. Ίσως, λένε, να τους φαίνεται «παράξενο» ακριβώς επειδή είναι Ελληνικό. Ίσως η εικόνα που είχαν οι «απ’ έξω» για μας, παρά το ισχυρό εσωτερικό κύμα του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, να είχε σταματήσει στον Άντονι Κουίν και στα συρτάκια του Μίκη. Ίσως να βλέπουν αυτές τις ταινίες και να σκέφτονται «μα που την έκρυβαν όλη αυτή την εσωτερικότητα οι Ζορμπάδες»; Το ζήτημα όμως είναι αλλού: Εντάξει με το «Παράξενο» του πράγματος - τι είναι αυτό, που καθιστά αυτό το σινεμά «Ελληνικό»;

Ας πούμε πως τα ζητήματα της οικογενείας, όπως αυτά θίγονται στις ταινίες «Κυνόδοντας», «Άλπεις», «Attenberg» και «Miss Violence», άπτονται της ελληνικής πραγματικότητας καθώς ο θεσμός της εδώ παραμένει σε πρώτο – κοινωνικό – πλάνο. Αν όμως, λέμε τώρα, δείξω τον «Κυνόδοντα» σ’ έναν θεατή της Άπω Ανατολής και τον ρωτήσω τι εθνικότητας είναι η ταινία που παρακολουθεί, θα μπορέσει να μου δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση; Ομοίως, αν του δείξω τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου ή τον «Μπαλαμό» του Σταύρου Τορνέ, θα τον δυσκολέψω ή θα τον διευκολύνω; Και δε λέω πως κάθε ήρωας ελληνικής ταινίας οφείλει να φοράει τσαρούχια. Αλλά υπάρχουν και σκηνοθέτες (Τσιώλης, Τορνές) που δεν κινήθηκαν βάσει μιας διεθνής (τουτέστιν Φεστιβαλική) προοπτικής, με ταινίες που δε φοβούνται να πουν δυο λόγια παραπάνω, που δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε καν την «επιτυχία» ή την «αποτυχία» τους.

Το ερώτημα που προκύπτει, σαφές: Απευθύνονται στους έλληνες θεατές οι ταινίες αυτού του νέου κύματος; Υπάρχει βέβαια το κοινό εκείνο που, ούτως η άλλως, δε θα περνούσε έξω από μια ελληνική ταινία (αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Αναφέρομαι όμως στη «μερίδα» εκείνη που «κυνηγά» την ελληνική λογοτεχνία ή το θέατρο και, ας το πούμε, ακόμη να εμπιστευτεί το Ελληνικό σινεμά, επειδή δεν «του μιλάει». Όπως προσπάθησε να του μιλήσει ο «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού (που όμως, γνώρισε κι αυτός διεθνή διάκριση, παραλαμβάνοντας το πρώτο βραβείο – Χρυσή Πυραμίδα – στο Φεστιβάλ του Κάιρο δια χειρός του επιφανούς επί δεκαετίας ’70 Κριστόφ Ζανούσι) ή η «Ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, που ήταν – αν θέλουμε να ακριβολογούμε – η πρώτη σημαντική “έξοδος” μιας ελληνικής ταινίας που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη, σε Φεστιβάλ διεθνούς κύρους, αυτό των Καννών όπου και προβλήθηκε στην «Εβδομάδα της κριτικής».

Ο Οικονομίδης βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο στάδιο του τελικού μοντάζ για «Το μικρό ψάρι», ένα ρεαλιστικό δράμα με κεντρικό ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο – διεθνής συμπαραγωγή. Ο δε Γραμματικός ολοκληρώνει, μετά από τουλάχιστον πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς, ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ υπό τον τίτλο «Αναζητώντας τη Μήδεια». Εκτός αυτών, ο Πάνος Κούτρας, σκηνοθέτης της ευαίσθητης και διεθνώς αναγνωρισμένης «Στρέλλας» φιλμάρει αυτές τις μέρες το «Xenia», με ήρωες δύο νεαρούς Αλβανούς δεύτερης γενιάς που κινδυνεύουν με απέλαση από την Ελλάδα. Δυσκολίες στη παραγωγή, αρκετές: εκεί που ο σκηνοθέτης περίμενε την εγκεκριμένη επιχορήγηση της ΕΡΤ, ήρθε το αιφνίδιο κλείσιμο της (και δεν είναι η μόνη ταινία που λαβώθηκε απ’ αυτό – άραγε θα ασχοληθεί κανείς σοβαρά με το ζήτημα;).

Για τα γυρίσματα της, ο γάλλος δημοσιογράφος Ολιβιέ Σεγκιρέ υπέγραψε ένα δισέλιδο αφιέρωμα στη «Liberation» - όπου μεταξύ άλλων, γράφει τα εξής: «Η χώρα των διακοπών μας έγινε και η χώρα της αγωνίας μας καθώς βλέπουμε πάνω της ο,τι καλύτερο και ο,τι χειρότερο. Ο ήλιος, τα νησιά, η θάλασσα του Αιγαίου, η Ακρόπολη, η φιλοσοφία και όλα αυτά τα ωραία κλισέ, στα οποία κολυμπάει το «λίκνο του πολιτισμού μας», είναι πια συνδεδεμένα με την οικονομική κρίση, τη δυστυχία που έρχεται, τις κοινωνικές εκρήξεις που προκαλεί, την ακροδεξιά που προάγει. Και, ερχόμενος στην Ελλάδα για ξεκούραση βρίσκεις τροφή για σκέψη, καταλήγοντας στο εξής ερώτημα: Έγινε αυτή η χώρα, αυτή η λαμπερή μήτρα της ιστορίας μας, το εργαστήριο κατασκευής του σκοτεινού μέλλοντός μας;».

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι πως ήδη αναφέραμε τρεις ταινίες που μοιράζονται ελάχιστα αισθητικά κοινά σημεία και φυσικά δεν εντάσσονται στο «Παράξενο Ελληνικό Σινεμά». Δεν τις έχουμε δει ακόμα. Δεν ξέρουμε καν αν είναι καλές ή όχι. Έχουν όμως τη δική τους ταυτότητα, αφορούν άμεσα το «εδώ-και-τώρα» μας. Και, βάζοντας στην άκρη τις διεθνείς διακρίσεις, και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των βραβευμένων κινηματογραφιστών, ξέρεις πολύ καλά πως μια εθνική κινηματογραφία πλησιάζει το τέλος της ακμής της όταν χάνει τη πολυμορφία της.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Στη Θεσσαλονίκη, οι αίθουσες γεμίζουν. Και λοιπόν;


Το ό,τι οι αίθουσες γεμίζουν, είναι γεγονός. Στα εκδοτήρια η φράση “δεν έχει θέσεις” έχει καταντήσει κλισέ. Και αυτό μπορεί να αφορά ταινίες που έχουν ήδη φήμη (η ταινία του Τζάρμους, ή το – βραβευμένο – Miss Violence, για παράδειγμα, για το οποίο θα μιλήσω την Πέμπτη) ή για ταινίες που απέκτησαν φήμη σχεδόν ταυτόχρονα με την εξαγγελία του προγράμματος. Βλέπετε, πάντα υπάρχουν κάποια “φαβορί” για σινεφιλικό κυνήγι, όπως το εξαιρετικό ιαπωνικό δράμα “Πατέρας και γιός” του Χιροκασου Κορε Εντα, από τις ταινίες που θα βρουν το δρόμο τους στις ελληνικές αίθουσες.

Τι γίνεται όμως με αυτές που δεν έχουν επιλεχθεί από κάποιον έλληνα διανομέα; Τι γίνεται δηλαδή με τις ανακαλύψεις; Στοιχείο απαραίτητο για κάθε κινηματογραφικό Φεστιβάλ και μια λέξη που δε θα χρησιμοποιούσε κανείς για να περιγράψει το “Θαύμα” από την Τσεχία και το “Μελάσα” από την Κούβα δυο αδύναμα δράματα διαφορετικής “κατεύθυνσης”, αλλά εξίσου μέτρια.

Μια από τις πιο δυνατές στιγμές της διοργάνωσης πάντως, είναι “ντόπια”: Ένας τηλεπαρουσιαστής, πάνω στη “καριέρα” του οποίου καθρεπτίζεται χιουμοριστικά η σαρωτική μετάλλαξη που υπέστη το dna του νεοέλληνα είναι ο κεντρικός – ή καλύτερα, ο μόνος – ήρωας που ενσαρκώνει έξοχα ο Χρήστος Στέργογλλου στην ταινια της Ελίνας Ψύκου “Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά” (προβάλλεται σήμερα).  Ένα παράξενα γοητευτικό φιλμ, παρά τις – ούτως ή άλλως ελάχιστες – άστοχες στιγμές του: Κάτω από αυτό το - πότε ελαφρύ, και πότε ανατρεπτικό – χιούμορ του κρύβεται μια θλίψη που ολοένα και θεριεύει.

Όλοι πάντως δηλώνουμε ακόμα γοητευμένοι με το σχεδόν ψυχεδελικό “Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί”  του Τζιμ Τζάρμους, μια υπέροχη ερωτική ιστορία με ήρωες δυο ερωτευμένους – και περιθωριακούς φυσικά – βρυκόλακες. Ταινία που από τη μιά κουβαλά μια απογοήτευση για την ανθρωπότητα, και από την άλλη μια ελπίδα και έναν θαυμασμό για τα σπουδαία επιτεύγματα της: επιτεύγματα που πάντα ξεκινούν ή καταλήγουν στην αφάνεια. Σκεφτείτε πως ακόμη και η πιο “εύγευστη” ομάδα αίματος είναι η... μηδέν, με ρέζους αρνητικό.

Ήταν μια πραγματικά εύστοχη επιλογή για Πρεμιέρα. Ο Τζάρμους ήταν βέβαια παρών στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ. Παρών ήταν επίσης ο Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Γιάννης Ανδριανού, ο Γιάννης Μπουτάρης και ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Δημοσθένης Δαββέτας. Υπήρξαν αντιδράσεις από το κοινό, ίσως γι αυτά που ακούστηκαν, ίσως όμως και όχι, γιατί το πρόβλημα είναι πιο βαθύ: Γιατί θα έπρεπε το βήμα του Φεστιβάλ να χρησιμοποιείται, ούτως η άλλως, ως πολιτική πλατφόρμα; 

Στη δεύτερη – κατάμεστη – προβολή του φιλμ την επόμενη μέρα (μέχρι στιγμής, όλα στις αίθουσες, τεχνικώς μιλώντας, πηγαίνουν “ρολόι”), ο Τζάρμους μίλησε για την περιπέτεια της ταινίας του που πέρασε πολλά κύματα μέχρι να γυριστεί,  καθώς και την μερική του απογοήτευση που, για πρώτη φορά, “υποχρεώθηκε” να γυρίσει μια ταινία ψηφιακά και όχι σε “παραδοσιακό” φιλμ. Έκλεισε δε, ζητώντας... συγγνώμη απο τους θεατές, που δεν τους υποδέχτηκε από την αρχή. Τι φοβερός τύπος!

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Άφιξη.

Μόλις πρώτη μέρα για το 54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και ήδη νοιώθεις πως κάτι έχει αλλάξει στην πόλη. Και πάλι όμως, μπορεί να φταίει η πεζοδρόμηση μιας κεντρικής οδού για όλη αυτή την απελπιστική κίνηση στους δρόμους – ο οδηγός που μας παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο μας χαλά γρήγορα – γρήγορα την παραίσθηση. Σε άλλο κόσμο ζουν οι κινηματογραφόφιλοι, γνωστό. Γι αυτό όμως, κάθε Νοέμβριο, “τραβιούνται” ως εδώ.

Όλα είναι έτοιμα λοιπόν για τη κινηματογραφική γιορτή, που ξεκινά επισήμως στις 20.30 με την προβολή της τελευταίας ταινίας του Τζιμ Τζάρμους “Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί”. Ο Τζάρμους, λέει, εδώ. Ε, κι εμείς θα τον περιμένουμε - με την ελπίδα αποφυγής των φετινών μακρόσυρτων και χιλιοεπαναλαμβανόμενων λόγων “επισήμων”, “παραγόντων” και εκπροσώπων Υπουργείων.

Και δεν είναι τόσο οι εκφωνήσεις τους που ενοχλούν. Είναι που, με το που ξεκινά η ταινία, φεύγουν τρέχοντας, σα ποντίκια σε πλοίο που βυθίζεται. 



Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες