Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Γνήσιοι απόγονοι του Σισύφου


Ένας κοντόχοντρος και μελαμψός αρχηγός της «άριας φυλής» σηκώνει τις χειροπέδες του. Δίπλα του, ορκισμένοι «εθνικοσοσιαλιστές» σε παροξυσμό. Εκατό άτομα τους καταχειροκροτούν – εκατό από το ενάμιση εκατομμύριο που, κατά τους αριθμούς, τους υποστήριζαν. Οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια θριαμβολογούν, πιστοί στη συνέπεια που επιτάσσει ο παραπάνω σκηνοθετικός τόνος των συλληφθέντων. Ο Αραμπάλ κρυφοκοιτά από μια γωνιά, παρέα με τον Μπέκετ και τον Κάφκα. Και οι τρεις τους στα πατώματα, έτοιμοι να πεθάνουν και μια δεύτερη φορά, από τα γέλια.

Το Θέατρο του Παραλόγου ξεκινά από μια πολύ βασική αρχή: Η ανθρώπινη ζωή είναι εντελώς μάταιη, η γλώσσα ένα ολοκληρωτικά ανεπαρκές μέσο επικοινωνίας και το μόνο καταφύγιο του ανθρώπινου είδους είναι το γέλιο. Πάρτε το γκραν-σουξέ του ιδιώματος, το «Περιμένοντας τον Γκοντό»: οι κύριοι Βλαντιμίρ και Εστραγκόν καταργούν τη σημασία του χρόνου και της αιωνιότητας αμφισβητώντας την ίδια τους την ύπαρξη. Το «σκηνικό» πίσω, λιτό και αδιάφορο: Ένας επαρχιακός δρόμος. Ένα δέντρο. Θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε, τραγικοί εκπρόσωποι ενός πολιτισμού που αποδίδει νόημα σε τυχαία γεγονότα μέσω της φιλοσοφίας ή (ακόμη χειρότερα) της θρησκείας, με την "αλήθεια" και κάθε άλλη ηθική και ακαδημαϊκή στάση να κοντοστέκεται σαν άλλο ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα. Τόσο παράλογη η ύπαρξη, τόσο παράλογοι κι εμείς.

Και ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν τόσες αφορμές για γέλιο σ’ αυτή τη χώρα, απ’ ότι στα χρόνια της κρίσης. Οι πρώην θαμώνες των απαστραπτόντων σκυλάδικων με τις δημοφιλείς  φιλλιπένεζες «οικιακές», τις διακοπές στις Σεϋχέλλες, τα δυο και τρία αμάξια ανά οικογένεια και τις πανάκριβες (και κακόγουστες) φίρμες, ενώθηκαν με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους των τριών-κι-εξήντα, τους απεγνωσμένους εργάτες και τους λιμασμένους συνταξιούχους. Πρώτα στους δρόμους, και μετά στους σκουπιδοτενεκέδες. Πέμπτη, 26 Σεπτεμβρίου, συναντιέμαι με την σκηνοθέτιδα Σόνια Λίζα Άκερμαν, που στο Φεστιβάλ της Δράμας παρουσίασε το φιλμ «Νικολέτα», την ιστορία ενός οκτάχρονου παιδιού που αναλαμβάνει την ευθύνη της μικρής αδελφής του στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του 1951, κάπου στην Ήπειρο. «Έφυγα με το που ξεκίνησε η κρίση, για τις σπουδές μου στο Λονδίνο και ερχόμουν δυο φορές το χρόνο», μου λέει. «Το σκηνικό γινόταν κάθε φορά και πιο τρομακτικό. Στο Πολύγωνο μένω, δεν περίμενα να δω τους γείτονες μου να ψάχνουν στα σκουπίδια. Μια φίλη μου χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο και της είπαν να φέρει βαμβάκι και γάζες από το σπίτι».

Το Σάββατο ξυπνώ από ένα μήνυμα στο κινητό. «Όπως το είχες προβλέψει», μου γράφεις και μέχρι να το διαβάσω ολόκληρο, ξανακοιμάμαι. Λίγο μετά που συνειδητοποιώ τι έχει συμβεί, σέρνομαι μέχρι τον υπολογιστή και διαβάζω τα νέα. Ένας ακόμη λόγος για τον Πρωθυπουργό της χώρας να χαίρεται, σκέφτομαι, γιατί τη νύχτα της δολοφονίας του Φύσσα, ο άνθρωπος πρέπει να ξημερώθηκε ρίχνοντας βεγγαλικά. Και πολύ άργησαν! Τόση ελευθερία, τόση άνεση, τόσος άπλετος χώρος τους είχε δοθεί, κι αυτοί τον κατασπαταλούσαν σε  παιχνιδιάρικους ξυλοδαρμούς, αδερφίστικα μαχαιρώματα, μετριοπαθείς βιασμούς και κάτι αδιάφορες δολοφονίες μεταναστών. Επιτέλους, εδόθη στην Κυβέρνηση η αφορμή για να «κάνει τη δουλειά της» και να βγάλει λόγο για τα ανθρώπινα δικαιώματα ο κύριος Δένδιας, ο άνθρωπος που μήνυσε την Guardian για τους ίδιους λόγους που θα έπρεπε σήμερα τουλάχιστον να μηνύσει και τον εαυτό του.

Στο «Μύθο του Σισύφου», ο Αλμπέρτ Καμί ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια θεμελιώδης σύγκρουση μεταξύ του τι θέλουμε από το σύμπαν (ένα νόημα, έναν σκοπό, μία αιτία), και αυτό που τελικά βρίσκουμε. Δεν έχουμε και πολλές επιλογές – δύο είναι όλες κι όλες. Είτε θα ανακαλύψουμε αυτό το νόημα μέσα από την Πίστη (αν δηλαδή είμαστε αρκετά τυχεροί να έχουμε γεννηθεί μ’ αυτό το χάρισμα), είτε θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως η ζωή δεν έχει νόημα. Και γιατί να μην αυτοκτονήσουμε εμείς οι άπιστοι λοιπόν; Μα, υπάρχει και τρίτη επιλογή, μας λέει ο Καμί. Να δεχθούμε τη ζωή σ΄ έναν κόσμο που στερείται νοήματος και σκοπού. Ζώντας με το παράλογο, παραμένουμε ευαίσθητοι. Αντιμετωπίζοντας το παράλογο, ζούμε τη ζωή μας στο έπακρο. Δε ξέρω λοιπόν αν είμαστε απόγονοι του Σωκράτη ή του Αριστοτέλη, έτσι βιαστικά όπως μαζεύτηκαν (και εμαθαν τα "ελληνικά" με το ζόρι) τόσες εθνικότητες μέσα στη "κλούβα" της "Μεγάλης Ελλάδας". Αλλά γι αυτόν εδώ τον τύπο είμαι 100% σίγουρος. 

Κι αν θέλετε, βρείτε μου μια δεύτερη αφορμή για εθνική υπερηφάνεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες