Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Για την "Αυτοκρατορία των Αισθήσεων"


Ο όρος «ταμπού» προέρχεται από την Ασία, είναι για την ακρίβεια Πολυνησιακός και σημαίνει «απαγορευμένο». Οι Ιάπωνες πάλι χρησιμοποιούν τη λέξη «γκοχάτο» και δεν είναι παράξενο που μια ταινία με αυτόν ακριβώς τον τίτλο υπάρχει στη φιλμογραφία του Ναγκίσα Όσιμα. Γιατί η παραβίαση ενός ταμπού μπορεί να μη καθιστά έγκλημα, αμάρτημα όμως είναι στα σίγουρα. Και σε μια καριέρα γεμάτη «αμαρτήματα», η Αυτοκρατορία Των Αισθήσεων στέκει ως το πιο βαρύ του δημιουργού του που, πλήρως παραδομένος στο πάθος των ηρώων του, φιλμογράφησε τους ηθοποιούς του να ερωτοτροπούν στ’ αλήθεια μπροστά από τις κάμερες, δίχως ποτέ το αποτέλεσμα να αγγίξει το χυδαίο. Και όλα αυτά ξεκινώντας από μια αληθινή ιστορία την οποία και κινηματογράφησε σχεδόν… λαθραία.

Όλα αυτά μέσα στη δεκαετία του 70, τότε που βασίλευε στις αίθουσες η πορνογραφία, άλλη μια μορφή εξουσίας κι ένας μηχανισμός καταπίεσης για τις καημένες τις φεμινίστριες - όχι όλες δηλαδή, αλλά τουλάχιστον γι αυτές που ποτέ τους δεν σκέφτηκαν πως, το σεξ μπορεί να είναι εποικοδομητικό ή καταστρεπτικό, ηθικό ή ανήθικο και, ως μέσο επικοινωνίας, μπορεί να "στείλει" μηνύματα τόσο διαφορετικά όσο η ζωή και ο θάνατος. Όπως αποδεικνύει η αληθινή ιστορία της Άμπε και του Ίσιντα.

Ο Ναγκίσα Όσιμα αναζήτησε την Άμπε και, μετά από καιρό, την εντόπισε σε επαρχιακό μοναστήρι το 1973. Πάνω στις μαρτυρίες της θα βασίσει τη πιο φημισμένη ιαπωνική ταινία όλων των εποχών που, βολικά από μια άποψη, γίνεται πραγματικότητα την εποχή που το σκληρό πορνό έχει αρχίσει να γίνεται της μόδας. Ήταν η εποχή που το Βαθύ Λαρύγγι απέφερε κέρδη 600 εκατομμυρίων στα ταμεία, μετατρέποντάς το από μια απλή τσόντα στην, αναλογικά, μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην ιστορία του σινεμά καθώς η αθάνατη Λίντα Λάβλεϊς μέσω του εκπληκτικού ευρήματος της κλειτορίδας στο λαιμό, εντυπωσίαζε με τις επιδόσεις της στο στοματικό σεξ - με το ταμειακό του σουξέ να στέλνει ένα μήνυμα σεξουαλικής απελευθέρωσης, κατάρριψης των ταμπού και των μικροαστικών συμβάσεων που βέβαια, όπως όλα τα όνειρα, κράτησε λίγο. Ο ίδιος πάντως κατόρθωσε να γυρίσει το φιλμ κρυφά από τις ιαπωνικές αρχές, αποφασισμένος να βάλει τους ηθοποιούς του να ερωτοτροπήσουν κανονικότατα, και να τους καταγράψει σε φιλμ. Μόνο έτσι, θεώρησε ο Όσιμα, θα μπορούσε να μεταφερθεί και στο δυτικό θεατή ο γνήσια μακάβριος ερωτισμός που πυροδοτούσε τη σχέση των δυο εραστών – αν μπορούσε, είχε κάποτε πει, θα έβαζε την Έικο Ματσούτα να σκοτώσει στ’ αλήθεια τον ηθοποιό Τατσούγια Φούτζι!

Η τελευταία ερωτική στιγμή τους καταγράφεται με απόλυτη πιστότητα. Οι κινήσεις του ζευγαριού αργές, παραδομένες σε έναν μυστικισμό τη χωρογραφία του οποίου ανακαλύπτουν εκείνη τη στιγμή. Η μινιμαλιστική μουσική αμβλύνει ακόμη περισσότερο τις εντυπώσεις. Έχουν προηγηθεί ήδη αρκετές ρεαλιστικές ερωτικές συνευρέσεις των ηρώων, αυτό που βλέπουμε εδώ όμως ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Η ομορφιά που καταγράφει ο φακός του Όσιμα δε κρύβει τίποτα το «γαργαλιστικό» - μονάχα η ομορφιά του έρωτα τους στέκει έκθετη, σε όλη την αρρωστημένη της μεγαλοπρέπεια. Τα φώτα σβήνουν και ο Όσιμα πρέπει τώρα να βγάλει λαθραία το φιλμ από τη χώρα, ώστε να εμφανιστεί στα εργαστήρια της γαλλικής παραγωγού εταιρίας, όπου και ο Όσιμα θα μοντάρει μυστικά τη ταινία. Η πρεμιέρα της γίνεται το 1976, στην ίδια χώρα, οι κριτικοί παραμιλούν, η Ιαπωνική Κυβέρνηση εξοργίζεται, αλλά επιτρέπει τελικά τη προβολή (με λογοκριμένα τα επίμαχα μέρη) αλλά σέρνει για τέσσερα χρόνια το σκηνοθέτη στα δικαστήρια με τη κατηγορία της προσβολής της δημοσίας αιδούς – ο οποίος θα αθωωθεί μετά από πολύ ταλαιπωρία. Τέτοια πάντως ήταν η καλλιτεχνική δύναμη της ταινίας που προβάλλεται ολόκληρη, δίχως περικοπές, στην αυστηρή Αγγλία και στις ΗΠΑ. Ο Καναδάς απαγορεύει το φιλμ αρχικά και επιτρέπει τη προβολή του μόλις το 1991 – ενώ στη Πορτογαλία η ταινία παίζεται στη τηλεόραση ξεσηκώνοντας σκάνδαλο. Ένας ιερέας θα δηλώσει στο πορτογαλικό τύπο «ορθώς παίχτηκε η ταινία! Έμαθα περισσότερα βλέποντας δέκα λεπτά της απ’ όσα είχα μάθει όλη μου τη ζωή!».

Έβδομη από μια σειρά οκτώ παιδιών – εκ των οποίων, μονάχα τα τέσσερα πρόλαβαν την ενηλικίωση – η Άμπε Σάντα σπούδασε τραγούδι από μικρή, με την υποστήριξη της μητέρας της. Το τραγούδι βέβαια εκείνη την εποχή αποτελούσε ένα από τα απαραίτητα ταλέντα μιας «γκέισας» και πολλές φορές η μικρή Άμπε έκανε «κοπάνα» για τις σπουδές της. Μέχρι που, στα δεκαπέντε της, έπεσε θύμα βιασμού από έναν συμμαθητή της. Η πολυτάραχη δίκη που ακολούθησε (και κατά την οποία, οι δικοί της την στήριξαν όσο μπορούσαν) έκλεισε με την καταδίκη του βιαστή αλλά η Άμπε δεν κατόρθωσε να το ξεπεράσει και η ολοένα και αυξανόμενη επιθετικότητα της οδήγησε την οικογένεια στην… πώληση της κόρης τους σε οίκο γκεϊσών το έτος 1922. Μετά από πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς, ανακάλυψε πως είχε κολλήσει σύφιλη. Ακολουθεί υποτυπώδη θεραπεία, εγκαταλείπει τον οίκο και εργάζεται πλέον ως εκδιδόμενη γυναίκα σε κρατικό πορνείο, χτίζοντας ταυτόχρονα τη φήμη του προβληματικού κοριτσιού που δε σηκώνει πολλά. Λίγα χρόνια αργότερα ο πατέρας της θα αρρωστήσει βαριά και η Άμπε θα εγκαταλείψει τα πάντα για να τον φροντίσει, μόλις για δέκα μέρες πριν το θάνατο του, το Γενάρη του 1934.

Χρόνια μετά, η Άμπε θα καταφέρει να ξεφύγει από το κύκλωμα της πορνείας και θα εργαστεί στο εστιατόριο του Κιτσίσο Ίσιντα, του οποίου η φήμη ως γυναικοκατακτητή ήταν ήδη ξακουστή, παρόλο που η γυναίκα του εργαζόταν ακόμη στο μαγαζί – επί της ουσίας το διηύθυνε,. «Δεν είχα γνωρίσει ποτέ μου έναν άντρα τόσο όμορφο, τόσο κομψό, τόσο καλό εραστή – δεν υπήρχε άλλος σαν κι αυτόν» θα δηλώσει χρόνια αργότερα σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις της. Ο ερωτικός τους δεσμός πάντως θα αγγίξει σύντομα τον παραλογισμό. Περνούν μερόνυχτα στο κρεβάτι, και όταν δεν βρίσκονται, η Άμπε το ρίχνει στο ποτό. Είναι για πρώτη φορά ερωτευμένη και δεν αντέχει να μοιράζεται τον άντρα των ονείρων της – περιέργως, οι εκρήξεις θυμού και ζήλιας της, αντί να απομακρύνουν, ενθουσιάζουν ακόμη περισσότερο τον Ίσιντα. Ένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια: το «πνίξιμο» κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Και όταν, μετά από έναν δυνατό καυγά, πέφτουν μεθυσμένοι στο κρεβάτι, της ζητά να του σφίξει το λαιμό με όλη της τη δύναμη – το πρόσωπο του παραμορφώνεται, όσο τη παρακαλά να συνεχίσει και μαζί φτάνουν στη τέλεια κορύφωση. Τέσσερις ώρες μετά το φονικό, η Άμπε θα κόψει τα γεννητικά όργανα του εραστή της, θα γράψει στο νεκρό στέρνο τα λόγια «Σαντα και Κιτσίσο για πάντα» με το αίμα του, και θα βγει στους δρόμους, μισότρελη πια, για να συλληφθεί μήνες αργότερα, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, αγκαλιά με το πολύτιμο «μέλος» του αγαπημένου της.

Ποταμοί κειμένων έχουν γραφτεί περί της σύζευξης έρωτος και θανάτου, ειδικά στην Ιαπωνική κουλτούρα. Σπουδαία τα λάχανα: Η Άμπε και ο Ίσιντα το έκαναν πράξη δίχως να το πολυσκεφτούν. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες