Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Οι Παρασκευές στο γραφείο είναι λίγο παράξενες.


Προσπαθώ να φέρω στο νου μου τις Παρασκευές στο σχολείο. Επιτέλους, δυο νύχτες "ελεύθερες" - χτυπούσε το τελευταίο κουδούνι κι εγώ ξαλάφρωνα, έστω και για λίγο.
Και σήμερα στο γραφείο... δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί, πολύ απλά, μετά από κάποια χρόνια, ο χώρος εργασίας σου προσφέρει και μια μικρή ψευδαίσθηση "ασφάλειας". Τριγύρω μου, "πιάνω" κάποια βλέμματα ελαφράς μελαγχολίας. Του τύπου, "θα προτιμούσα να ήμουν εδώ και αύριο". Δεν είναι όλοι έτσι βέβαια! Και κάποιοι την κάνουν για τις διακοπές τους με περισσή χαρά.
Απλώς, μερικές φορές σκέφτομαι πόσο έχω αλλάξει.

On a side note, το έριξα στη Herencia χθες. Κίτρινη. Στη κατάψυξη από το προηγούμενο πρωί. Έκοψα και πορτοκαλάκι, έβαλα και ένα πιατάκι με μαύρη ζάχαρη στην άκρη και άραξα στο μπαλκόνι. Όλα τελετουργικά κι ωραία. Το μόνο που έλειπε ήταν η μουσική. Η διάθεση να μιλήσεις, γυμνός και άφοβος, για τα πάντα. Και όποια γαλήνη απορρέει απ'αυτήν.

Y.Γ.: Δημήτρη, αν το διαβάζεις αυτό, περαστικά και καλή δύναμη.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Mε κομμένη την ανάσα. Διαρκώς.


Αλήθεια από τις λίγες: αν αλλάζεις το σινεμά, αλλάζεις τον κόσμο όλο. Σας φαίνεται υπερβολικό; Ε τότε να το χοντρύνω λίγο παραπάνω. Φέρτε στο νου σας το πρώτο σας ρομαντικό φιλί. Ήταν ή δεν ήταν η άτεχνη μίμηση μιας πράξης που πρωτοείδατε σε κάποια οθόνη; Ποιος πραγματικά ξέρει πως θα φιλούσαμε σε έναν κόσμο όπου το σινεμά δεν υπήρξε ποτέ; Μη βιαστείτε να μου την πέσετε με υπαρξιακά επιχειρήματα που, εντάξει, μπορεί και να με «λυγίσουν» επειδή είμαι τέτοιος τύπος – η αλήθεια είναι ότι το σινεμά σκάβει ένα λαγούμι μέσα μας από πολύ νωρίς. Κι όπως εμείς αλλάζουμε μέσα από αυτό, έτσι και το ίδιο αλλάζει μέσα από εμάς. Πολλές φορές, δραστικά.

Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ο άνθρωπος που άλλαξε το σινεμά, όπως περίπου οι punks άλλαξαν το rock’n’roll 15 χρόνια μετά. Τι εννοώ; Απλά, όπως ακριβώς οι punks αποφάσισαν να επανεφεύρουν το rock, νιώθοντας πως η ουσία του είχε χαθεί, κάτω από τόνους «μαϊντανών» και καρυκευμάτων αλλά και υπό το βάρος της μουσικής βιομηχανίας, έτσι και ο Γκοντάρ «ανακάλυψε» το σινεμά από την αρχή, δανειζόμενος όμως όλα εκείνα τα στοιχεία που το καθιστούσαν άκρατα γοητευτικό. Γνήσιος αναρχικός δηλαδή. Ανατροπή και αναγέννηση. «Όλη η κινηματογραφική υποδομή της χώρας είναι σάπια, από το εργαστηριακό στάδιο ως το στάδιο που η ταινία φτάνει τελικά στο κοινό» έγραφε τότε ως κριτικός στα περίφημα Cahiers du cinema. Και όλα αυτά το 1959.

Σε πρώτο πλάνο, ένας υπέροχος Ζαν Πολ Μπελμοντό. Γοητευτικός, ανέμελος, αξιολάτρευτος, με ίνδαλμα – φυσικά – τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Μικροκακοποιός. Που κλέβει ένα αυτοκίνητο, σκοτώνει έναν αστυνομικό και κρύβεται στο διαμέρισμα πανέμορφης αμερικανίδας (Τζιν Σίμπεργκ) που «δείχνει» πιο γαλλιδούλα από τις ντόπιες. Μπροστά όμως από το όποιο σασπένς της κινηματογραφικής ιστορίας, ο κατακερματισμός της κινηματογραφικής γλώσσας. Ο Μπελμοντό οδηγεί και ταυτόχρονα μιλά στην κάμερα – στην ίδια κάμερα που η Σίμπεργκ, λίγο αργότερα, θα κάνει «ναζάκια». Η κάμερα εδώ δεν είναι ένα απλό εργαλείο. Είναι, και αυτή, ένας πρωταγωνιστής εντός (;) κάδρου. Και το παιχνίδι μαζί της δε σταματά ποτέ. Ομοίως, το ίδιο συμβαίνει και με το παιχνίδισμα ενός κοινού, αλλά και ενός πλήθους σκηνοθετών που, άφωνοι, βλέπουν έναν – έναν τους φιλμικούς κανόνες να παραγκωνίζονται. Κοψίματα «άκομψα», χαλαροί αφηγηματικοί χρόνοι, αυτοσχεδιαστικοί διάλογοι που δεν καταλήγουν πουθενά. Γιατί εφόσον όλα πηγάζουν από την αγάπη για το σινεμά, πρέπει να έχουν και «πλάκα». Κι αν μια αγάπη παύει να έχει «πλάκα», οδηγείται στο θάνατο, θέλοντας και μη.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο γάλλος σκηνοθέτης θα παρατηρήσει πως πάντα ένιωθε νεότερος από τους αμερικανούς σκηνοθέτες γιατί η σχέση του με το αμερικανικό σινεμά ήταν σαν σχέση γιου - πατέρα. Εννοούσε πως κάθε σκηνοθέτης που θα βρεθεί σ’αυτή την κατάσταση, αναπόφευκτα θα παγιδευτεί ανάμεσα στην επιθυμία να μιμηθεί το Hollywood και την ανάγκη να αποκοπεί από αυτήν την επιβολή της «συμμόρφωσης» σε ένα μοντέλο. Βλέπετε, τέτοια ήταν η επιβολή του Hollywood στο παγκόσμιο σινεμά που μερικές φορές το Hollywood καταλήγει στο να μην φαίνεται σαν ένα «εθνικό» σινεμά, αλλά σαν το σινεμά το ίδιο, όπως για τον γιο σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής του ο πατέρας δεν είναι ένας άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους αλλά η ίδια η ανθρωπότητα.

Με το «Με κομμένη την ανάσα», που προβάλλεται σε εξαίσιες ανανεωμένες κόπιες (οπότε προχωρήστε με απόλυτη ασφάλεια), ο Γκοντάρ έστησε στο εκτελεστικό απόσπασμα κάθε κινηματογραφική επιβολή και την εξολόθρευσε δια της λατρείας του για το σινεμά. Γι αυτό και κάθε, μα κάθε φορά που οι σιλουέτες του Μπελμοντό και της Σίμπεργκ θα προβάλλονται σε μια οθόνη, θα μας υπενθυμίζουν πως, αυτά που πραγματικά μένουν μέσα μας αθάνατα, είναι αυτά που γεννιούνται ενώπιον μας.

Για εμάς. Μόνο για εμάς.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

David Lynch - Dark Night Of The Soul

Ναι ναι ξέρω,τι έγινε ρε φίλε, σε μπουντρούμι σε είχαν;

Είχα πάρει μυρωδιά τις τραγουδιστικές απόπειρες του Ντέιβιντ Λιντς, και κάποιες τις είχα ψιλο-ακούσει κιόλας. Αλλά αυτό εδώ με πέταξε στα βράχια που λένε. Περιμένω τον επικείμενο δίσκο πως και πως. Αν βγει μάλιστα σε βινύλιο... και κυκλοφορήσει σε μια λογική τιμή,
τον έχω λιώσει.

Aκούστε τούτο εδώ.



Λες και βούτηξες το mp3 playerτης γυναίκας πίσω από το καλοριφέρ.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

"The laughing heart" by Charles Bukowski




your life is your life
don’t let it be clubbed into dank submission.
be on the watch.
there are ways out.
there is a light somewhere.
it may not be much light but
it beats the darkness.
be on the watch.

the gods will offer you chances.
know them.
take them.
you can’t beat death but
you can beat death in life, sometimes.
and the more often you learn to do it,
the more light there will be.
your life is your life.
know it while you have it.
you are marvelous
the gods wait to delight
in you.


Henry Charles Bukowski,
γεννήθηκε σαν σήμερα.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Πειθαρχία, μητέρα της Ευτυχίας.


Μερικά συμπεράσματα από τη χθεσινή βραδιά.

Πρώτον: Το σάκε μπορεί να σε μεθύσει και σε χλιαρή μορφή.
Δεύτερον: Τα προβλήματα σου δεν αφορούν όλο τον κόσμο.
Τρίτον: το Lift your skinny fists like antennas to Heaven των Godspeed You Black Emperor
είναι εντελώς άλλο πράγμα όταν το ακούς από βινύλιο.
Τέταρτον: Αν πέσεις με κωλοδιάθεση, ξυπνάς με κωλοδιάθεση.

Λέω να τσεκάρω πρωτοσέλιδα εφημερίδων.
Ντάξει, καραcult αυτό της Ελεύθερης Ώρας:


Ναι ξέρω, μουτζαχεντίν και τα ρέστα,
αλλά όταν κάτι ξεπερνάει τα όρια, έχει μόνο πλάκα.

Πέραν της πλάκας όμως,
παρατηρώ πως η διάθεση δεν άλλαξε.
Je suis excessivement déçu.
Δεν οδηγούν όλα σε αδιέξοδο όμως.
Ανακάλυψα αυτό το Blog.

Δεν ωφελεί να τρέχει κανείς, απλώς ν' αναχωρεί εγκαίρως.


Σκαλίζω αυτές τις μέρες ένα βιβλίο για την Ιταλική Κωμωδία. Έχω άπειρα - είναι το αγαπημένο μου φιλμικό ιδίωμα βλέπετε - αλλά αυτές τις μέρες ξανάπιασα αυτό. Γενικώς, όταν δεν είσαι και πολύ στις καλές σου, βοηθά να επιστρέφεις σε κάτι που αγαπάς, σε κάτι γνώριμο. Σκάλωσα με μια ανάλυση για το "Η κυρία και ο ναύτης" της Λίνα Βερτμίλερ που επιβεβαίωσε τη γνώμη μου για το φιλμ. Έλεγε πως η "κυρία" είναι η μόνη που γνωρίζει καλά πως ο έρωτας της για το ναύτη θα μπορούσε να ανθήσει μόνο σε έναν τόπο μακριά από κάθε κοινωνική σύμβαση - γιατί η ίδια η κοινωνία θα έπρεπε να καταστρέψει μια τέτοια σχέση για να διατηρήσει τη συνοχή της. Και πως η ηρωίδα κατανοούσε πλήρως την παντοδυναμία αυτής της αναγκαιότητας - ως εκ τούτου, ο ναύτης είναι εντελώς ηλίθιος όταν αποφασίζει (παρά τις έντονες αντιρρήσεις της) να φωνάξει για "βοήθεια" στο περαστικό πλοίο ούτως ώστε να αφήσουν "επιτέλους" το ερημονήσι τους και να "δοκιμάσουν" τα όρια της σχέσης τους στο 'εδώ και τώρα'. Φυσικά, κάνει το λάθος της ζωής του. Είδατε; Φεμινιστικό, τελικά, το φιλμ.


Η comedia all'italiana έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: οι ήρωες τις σου επιτρέπουν να τους αγαπήσεις γι αυτό που είναι. Και η ίδια, είναι σκληρή με τους ήρωες της γιατί δεν φοβάται να τους κοιτάξει στα μάτια και να σπάσει πλάκα μαζί τους, πολλές φορές ερήμην τους. "Οποιαδήποτε απουσία συναισθήματος υποδηλώνει ευφυΐα" έλεγε ο Μονιτσέλι (που έφυγε έτσι), "και γι αυτό, ανάμεσα στο γέλιο και στη τραγωδία, πάντα θα προτιμώ το πρώτο". Υπάρχει μια γενναιότητα εδώ στην οποία, Διάολε, στέκεσαι Προσοχή.


Γράφω αυτές τις γραμμές ακούγοντας (μαντέψτε) Johnny Hallyday.
Εκείνο το τραγούδι που λέγεται "L'envie" - σε εκτέλεση τωρινή. Έχει αυτό το ρεφρέν:

On m'a trop donné bien avant l'envie
J'ai oublié les rêves et les merci
Toutes ces choses qui avaient un prix
Qui font l'envie de vivre et le désir
et le plaisir aussi...
Qu'on me donne l'envie?
L'envie d'avoir envie?
Qu'on rallume ma vie?

Το τραγουδάει ακόμη και το εννοεί, στα 68. Φορτωμένος με καταχρήσεις παντός είδους, απόπειρες αυτοκτονίας, χωρισμούς και παρ' ολίγο θανάτους, συμμετέχει σε κάθε τι που έχει ορίσει η "δημοσιότητα" του, αλλά "είναι" ακόμα εκεί. Κάθε φορά που το λέει στη σκηνή, υποκλίνεται σε κάτι που τον ξεπερνά. Κι εδώ αναγνωρίζω την ίδια γενναιότητα.

Γιατί σε κάθε τι που αγαπήσαμε
υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος
- με κάποιο τρόπο όλα ενώνονται.

Μερικές φορές τον αγνοούμε. Άλλες φορές μας αποκαλύπτεται και μένουμε κάγκελο.
Όπου σκάμε ένα χαμόγελο και προχωρούμε - άλλες φορές εξαφανιζόμαστε κιόλας. Στις δε καλές μας, σκεφτόμαστε πως αυτά τα ίχνη ξέμειναν στο χιόνι από την εκδοχή ενός Εαυτού που ξέρει.

Κι έτσι τα ακολουθούμε.




Πολύς κόπος...


Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Υποσχέσεις


Μη ράβεις
με διπλή κλωστή
τις υποσχέσεις
Θα σωθεί
και πως θα καρικώσεις
τη συγνώμη

Πάμπος Κουζάλης
(από το βιβλίο "Ανθολογία Σύγχρονης Κυπριακής Ποίησης", εκδόσεις Μανδραγόρας.
Έπεσε στα χέρια μου αυτές τις μέρες. Έχει και φόλες μέσα. Έχει και μερικά πολύ ωραία. Έχει και μερικά πολύ απλά. Μερικές φορές, αυτά τα απλά, σου τα σκάνε πιο δυνατά.)

Παλιές ιστορίες

Κάποιος ανέβασε αυτά στο γιουτούμπι



Είναι μια παλιά συναυλία
από τα χρόνια που έπαιζα στους Septic Flesh
που είχαμε δώσει στη Τσεχία.



Πάντα κοιτάζω με νοσταλγία εκείνη την εποχή. Θες επειδή ήταν πιο τρελή και ανέμελη, θες επειδή ήμασταν πιτσιρίκια και όταν μας έφτυναν εμείς λέγαμε "βρέχει", θες επειδή νιώθαμε ικανοί για τα πάντα, θες επειδή οι Septic ήταν μια μπάντα που θαύμαζα απεριόριστα πολύ πριν γίνω μέλος, τέλος πάντων, για άπειρους λόγους. Περιοδείες στας Ευρώπας, ύπνος στο πούλμαν, ξεκαρδιστικά σκηνικά, ανέκδοτα για μια ζωή.



(Με το Heaven Below δακρύζω ακόμα - το χτύπημα μου στο φινάλε μόνο πόζα δεν είναι)

Κάνουμε όλοι καραγκιοζιλίκια, αλλά μερικές φορές εγώ είμαι για μεγάλη γιούχα. Με βλέπω να σηκώνομαι όρθιος με την παραμικρή ευκαιρία (τα χειρότερα τα κάνω στο Shamanic Rites) - επίσης φοράω μαύρα γυαλιά και μαύρα γάντια. Πιο ψωνάρα δε γίνεται. Τα απαιτεί το κοινό του είδους θα μου πείτε. Υπάρχει όμως και ένα κάποιο όριο, Διάολε. Παρ' όλα αυτά, παίζουμε καλά. Αρχίδια λεφτά είχαμε πάρει, θυμάμαι. Νομίζω πως είχα θυμώσει κιόλας με αυτό: στο τέλος της συναυλίας μας έδωσαν πολύ λιγότερα χρήματα από το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Μαθαίνω ότι δεν παίζουν πια κομμάτια από εκείνη την εποχή στα live τους. Είναι κρίμα. Άκουγα πάλι, προσεκτικά, το ΕΣΟΠΤΡΟΝ σήμερα. Παραμένει ότι πιο ουσιαστικό έχουν κάνει.



Με τον ένα κιθαρίστα, το Βασίλη που παίζαμε μαζί και στους Depression, αυτόν στα δεξιά με τη μαλλούρα, δε μιλάμε πια. Δεν νομίζω να με κατάλαβε επί τούτου ποτέ, και μάλλον θα έχει κι αυτός τα δίκια του. Όχι πως έχει καμία σημασία. Δεν χάνονται, άλλωστε, για σοβαρούς λόγους οι άνθρωποι. Μόνο για επιχρυσωμένες ανοησίες που ξεφλουδίζουν με το χρόνο, και αφήνουν ολόγυμνη την οικουμενική βλακεία της στιγμής.



Κάθομαι και χαζεύω τον εαυτό μου, το έτος 1999.

Ανίδεος και άφοβος.

Ορίστε οι ανθυγιεινές επιπτώσεις των αναμνήσεων.
Και τι να κάνω τώρα, που θέλω πίσω αυτά τα χρόνια;
Αιωρούμενος και εξόχως μόνος, επιστρέφω στο παρόν.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες